Φεβρουάριος 24,2017
09°30.770 N 78°37.093 W
Από τα Coco Bandero Cays στη Nargana
Η άφιξη της Βάσως
13.00 Δεν απέχουμε παρά 3,5ΝΜ απ’την Nargana όπου πάμε για να παραλάβουμε αύριο την φίλη μας την Βάσω. Η Nargana βρίσκεται δίπλα στην στεριά, όπου εκβολές ποταμών φέρνουν λάσπη και τα νερά είναι θολά. Έτσι αποφασίσαμε να σταματήσουμε στα νησάκια Coco Bandero για κολύμπι και φαγητό.
Ο Γιώργος ανοίγει το Bauhaus Panama Guide και μελετά την αεροφωτογραφία και τον χάρτη των τεσσάρων νησιών, παράλληλα με το Navionics στο iPad. Το βιβλίο έχει πολύ ακριβείς χάρτες και είναι απόλυτα απαραίτητο για να κυκλοφορούμε με ασφάλεια στα νησιά San Blas, στην Guna Yala όπως επίσημα ονομάζεται πιά.
ΧΑΡΤΗΣ πράσινο= ύφαλος κίτρινο= στεριά
Καλά όλα αυτά μα εγώ ανεβαίνω ξανά ως τον πρώτο σταυρό πάνω στο κατάρτι. Τα μάτια μας είναι η μόνη πραγματική βεβαιότητα. Με την σημερινή ηλιοφάνεια και με τον ήλιο ψηλά στον ουρανό, διακρίνεται καθαρά κάθε κίνδυνος.
-«Πέντε μοίρες αριστερά» φωνάζω δυνατά για να με ακούσει κάτω ο καπετάν Γιώργος
-«Πέντε μοίρες αριστερά!» επαναλαμβάνει για επιβεβαίωση εκείνος
Διασχίζουμε το στενό πέρασμα ανάμεσα στο Dupwala και το Guariadup και φουντάρουμε στα εννιά μέτρα σε άμμο, ανάμεσα στα Olosicuidup και Tiadup. Η ομορφιά αυτή δεν περιγράφεται με λόγια.
Το θέαμα είναι απίθανο. Το καθένα απ’τα μικροσκοπικά νησιά έχει πραγματικά αμέτρητους ψηλούς κοκοφοίνικες, φορτωμένους καρύδες και γύρω –γύρω κατάλευκη ψιλή άμμο και τυρκουάζ νερά, μια εικόνα από εξωτικό screen saver δηλαδή.
Δεξιά, στο Oloscicuidup, υπάρχουν πολλοί κοκοφοίνικες πεσμένοι, ξεριζωμένοι. Οι μακριοί κορμοί τους άλλοι ασπρίζουν πάνω στην αμμουδιά και άλλοι βρίσκονται μισοβυθισμένοι στα ρηχά, γαλανά νερά, σαν σκιές θαλάσσιων γίγαντων που παραφυλούν έναν ονειροπόλο ταξιδευτή ή ένα παιδί. Γνωρίζουμε το γιατί, ο Bauhaus το λέει ξεκάθαρα στο βιβλίο του, πως τα νησιά της Guna Yala χάνονται, σβήνονται ένα ένα από τον χάρτη χρόνο με τον χρόνο, θύματα της κλιματικής αλλαγής και της στάθμης των Ωκεανών που ανεβαίνει. Ο όμορφος πλανήτη μας…
Στα αριστερά, στο Tiadup υπάρχουν μερικές καλύβες από καλάμι με πράσινες στέγες, κάποιο χωριουδάκι ίσως. Η θάλασσα είναι γαλήνια, ο κοραλιογενής ύφαλος που περικλύει τα νησιά μας προστατεύει μα ο βόμβος από τα κύματα που σπάζουν αφρίζοντας πάνω του, υπενθυμίζει πάντα πως ο Ωκεανός είναι εδώ.
Φοράμε αντιηλιακές μπλούζες, μάσκες, αναπνευστήρες, βατραχοπέδιλα, βουτάμε στο νερό και κολυμπάμε ενάντια σε ένα ελαφρύ ρεύμα. Ποτέ δεν μου άρεσε να κολυμπάω σε βαθιά, σκούρα νερά και έτσι χαλαρώνω αφού φτάνουμε στον ύφαλο, πέρα από το Tiadup. Κολυμπάμε παρατηρώντας την αφθονία των πολύχρωμων ψαριών και κοραλιών. Τα νερά έχουν μεγάλη διαύγεια και κάθε λίγο, ρίχνω μια ματιά γύρω μας: πριν λίγες μέρες, είδαμε τρείς καρχαρίες nurse, τον έναν μετά τον άλλον στα Hollandes. Ξέρω πως ο nurse δεν είναι επιθετικός μα προτιμώ να τον δω εγώ πρώτη, παρά αυτός εμένα.
Κολυμπάμε πιασμένοι χέρι χέρι, όπως κάνουμε συχνά για ασφάλεια και επικοινωνία. Ακολουθούμε ένα μεγάλο και σχετικά φιλικό french angel fish γύρω από ένα κοράλι. Ο Γιώργος πιέζει μια φορά τον καρπό μου, το σύνθηματικό μας για να τραβήξει διακριτικά την προσοχή μου. Γυρνώ και βλέπω ένα πανέμορφο spotted eagle ray. Τα πτερύγια του ταλαντεύονται με χάρη και το κολύμπι του μοιάζει με πτήση σε αργή κίνηση μέσα στο απέραντο γαλάζιο της θάλασσας. Η ουρά του είναι περισσότερο από δυο μέτρα μακριά και κρατάμε κάποια απόσταση καθώς μπορεί να είναι δηλητηριώδης. Μια ασημόχρωμη ρεμούρα κολυμπά κάτω από πτερύγιά του. Πρώτη φορά βλέπουμε ρεμούρα να συνοδεύει σαλάχι, συνήθως τις πετυχαίνουμε κολλημένες πάνω στο καβούκι των θαλάσσιων χελωνών.
Ο Γιώργος πλησιάζει προσεκτικά και καταφέρνει να τραβήξει μια καλή λήψη βίντεο, πριν το σαλάχι φύγει μακριά.
14.00 Κολυμπάμε πίσω στο Φιλίζι, να ετοιμάσουμε φαγητό και να φύγουμε. Πρέπει να αποπλεύσουμε οπωσδήποτε πριν τις 4 μμ. Πιο αργά, επειδή ο ήλιος χαμηλώνει, η ορατότητα μειώνεται και η ναυσιπλοία σε άγνωστα νερά γίνεται πολύ επικίνδυνη. Κατεβαίνω στην κουζίνα να μαγειρέψω.
Τρείς ώρες νωρίτερα είχα βάλει ένα φλυτζάνι φακές σε νερό από το φίλτρο για να μουλιάσουν και τώρα πια έχουν φουσκώσει. Σε μια μικρή κατσαρόλα βάζω να βράσει ρύζι καστανό μαζί με αγριόρυζο και ετοιμάζω τα λαχανικά, ανάλογα τί υπάρχει κάθε φορά: ψιλοκομένο κρεμμύδι, καρότο, λάχανο, κομματάκια φρέσκιας καρύδας, κυβάκια από μικρή κίτρινη κολοκύθα (buttersquash), τζίντζερ και δυο σκελίδες σκόρδο ολόκληρες. Βάζω πρώτα στην κατσαρόλα τα κρεμμύδια με ελάχιστο παρθένο ελαιόλαδο, μετά τα σκόρδα, μια κ.γ κουρκουμά, μισή κ.γ. κάρρυ, μισό κ.γ. nutmeg, τριμένο πιπέρι. Ρίχνω μέσα όλα τα υπόλοιπα λαχανικά, τα ανακατεύω για δυο λεπτά σε δυνατή φωτιά με μισό ποτήρι κρασιού soy sauce και τρίβω μέσα και δυο πιπερίτσες τσίλι – μας αρέσουν πολύ τα καυτερά πιάτα. Προσθέτω την φακή, ανακατεύω, κλείνω καλά το καπάκι της κατσαρόλας και χαμηλώνω την φωτιά εντελώς. Τα λαχανικά βγάζουν το ζουμάκι τους και είναι έτοιμα σε 5’ περίπου. Προσθέτω το ρύζι στην κατσαρόλα με τα λαχανικά, ανακατεύω καλά και είμαστε έτοιμοι. Σερβίρω δυο πιάτα και τα στολίζω με φρεσκοκομένο ανανά. Αγαπημένη μας νοστιμιά.
Την ώρα που τρώμε μεσημεριανό, τέσσερις άνδρες πάνω σ’ένα παραδοσιακό κανό φτιαγμένο από σκαμένο κορμό δένδρου, αυτό που οι gunas ονομάζουν ulu – πλησιάζουν τα Coco. Το ulu πλέει γρήγορα με το τετράγωνο πανί του κι όταν φτάνει κοντά, ο άνδρας στην πλώρη τυλίγει το πανί γύρω από το ξύλινο κατάρτι και το ακουμπά στο κανό. Κωπηλατούν προς το Φιλίζι. Κι ο πρώτος κρατά ψηλά ένα ψάρι.
Hola! Όχι δεν θέλουμε ψάρι.
-«Pulpo?» ρωτά τότε, αφήνει το ψάρι και σηκώνει ένα χταπόδι. Ξέρουμε καλά πόσο αρέσουν τα θαλασσινά στην Βάσω, και το χταπόδι δείχνει φρέσκο.
-“Si. Cuando costa?”
-“Cinco ” πέντε , λέει ο νεαρός ινδιάνος και δείχνει πέντε δάχτυλα. Ο Γιώργος φέρνει και του δίνει πέντε δολλάρια.
-“Tienes agua? « έχεις νερό, ρωτά ξανά ο ινδιάνος. Τους δίνουμε ένα μπουκάλι νερό του φίλτρου και μας ευχαριστούν. Ζέστη. Καθώς το κανό απομακρύνεται ο Γιώργος εξετάζει το χταπόδι. Ολόφρεσκο.
-«Θα σας το μαγειρέψω μέσα σε κόκκινο κρασί με κοφτό μακαρονάκι, την συνταγή του Εντουιν» λέω στον καλό μου και θυμάμαι πως κάποτε, πριν γίνω χορτοφάγος αυτό το φαγητό μου φαινόταν λιχουδιά. Μα όχι πια.
-«Ωραία ιδέα. Πρώτα όμως πρέπει να το χτυπήσω και να το παραγουλιάσω» απαντάει ο Γιώργος. Δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι την βρωμιά που θα δημιουργήσει το χτύπημα του χταποδιού. Ποιός θα την καθαρίσει τελικά, το ξέρω καλά…
16.30 Πλέοντας αργά μπαίνουμε από τα δυτικά στο κανάλι ανάμεσα στο νησί Nargana, που οι gunas ονομάζουν Yandup (dup: νησί) , και την στεριά και εγώ είμαι ξανά καθισμένη στον πρώτο σταυρό πάνω στο κατάρτι. Στην ακτή απέναντι δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά πυκνή, τροπική βλάστηση, όσο μακριά φτάνει η ματιά. Ούτε κτίριο, ούτε καλύβα ούτε άλλο έργο ανθρώπινο, μόνο φύση, φύση παρθένα σαν να μην έχει πατήσει ανθρώπου πόδι. Ένα κοπάδι πουλιά, σε σχηματισμό βέλους πετούν πάνω από τα δένδρα και ένα μοναχικό δελφίνι κολυμπά δίπλα μας.
-«Δελφίνι αριστερά» λέει ο Γιώργος δυνατά να τον ακούσω. Οι ακτίνες του ήλιου δίνουν στην επιφάνεια του νερού το χρώμα του χρυσού και η Nargana επιπλέει πάνω του απαλά.
Το νησί, όπως όλα άλλωστε τα νησιά San Blas είναι εντελώς επίπεδο, υψώνεται το πολύ ένα – δυο μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας όμως εδώ δεν υπάρχουν καθόλου κοκοφοίνικες, ο οικισμός έχει καλύψει όλη την έκταση. Μια μακριά πεζογέφυρα συνδέει την Nargana με το διπλανό της νησάκι Corazón de Jesús. Ρίχνουμε άγκυρα και προετοιμάζουμε το βαρκάκι. Ο Γιώργος μου φωνάζει να κάνω γρήγορα για να βγούμε έξω, όμως εγώ έχω ζεσταθεί, έχω κουραστεί και κινούμαι σε αργή κίνηση.
-«Έλα chief mate, μην καθυστερείς. Θα σκοτεινιάσει σε λίγο!» Παίρνω μια βαθιά ανάσα, αρπάζω το back pack μου, ρίχνω μέσα μερικές καραμέλες, το κινητό μου, μια μπάλα του τέννις για κανένα πιτσιρίκι, τα κλειδιά του σκάφους και ανάβω το anchor light .
-«Ετοιμη!»
17.00 Μπαίνω στο βαρκάκι και πηγαίνουμε προς τα έξω ψάχνοντας το dinghy-dock που ανέφερε ο Bauhaus, μα το μόνο που φαίνεται είναι χαμόσπιτα και φτωχικές καλύβες. Κοντά στην γέφυρα δυο άνδρες αδειάζουν χαρτόκουτα με μπύρες από μια σαράβαλη, ξύλινη βάρκα και θυμάμαι που διαβάσαμε οτι οι κοινότητες του Nargana και του Corazón de Jesús έχουν αποποιηθεί τον παραδοσιακό τρόπο ζωής της φυλής, έχουν ηλεκτρικό ρεύμα, μπαρ που πουλούν αλκοόλ και τηλεόραση. Μοντέρνοι καιροί. Πιο πέρα, υπάρχει μια μισοσβησμένη επιγραφή Gasolina. Κατευθυνόμαστε προς τα εκεί και βρίσκουμε μια πρόχειρη προβλήτα μπροστά από την αυλή ενός σπιτιού. Δένουμε το βαρκάκι και μόλις πατάμε στην προβλήτα εμφανίζονται δυο σκυλιά κι αρχίζουν να γαβγίζουν έξαλλα. Ένας άνδρας, καθισμένος σε μια πλαστική καρέκλα τους μιλά για να σωπάσουν.
-“Hola! Podemos… nuestro barco aqui? “ μπορούμε να αφήσουμε την βάρκα μας εδώ?
-«Si. Bienvenidos!” Τον ευχαριστούμε και όπως διασχίζουμε την αυλή ψάχνοντας την έξοδο, περνάμε δίπλα από ένα μεγάλο πλαστικό ντεπόζιτο βενζίνης, μια μπάρα και μερικά παλιά ψυγεία. Τα σκυλιά γαβγίζουν ακόμα. Το σπίτι αυτό πρέπει κάποτε να ήταν μπαρ. Τώρα είναι το βενζινάδικο του νησιού. Περνάμε μέσα από έναν διάδρομο φτιαγμένο από φυτά μπαμπού και επιτέλους βγαίνουμε στον δρόμο.
-«Θα ξαναβρούμε ποτέ τον δρόμο πίσω στο βαρκάκι μας ή πρέπει να ρίξουμε πετραδάκια σαν τον Κοντορεβυθούλη? ρωτάω τον καλό μου. Εκείνος χαμογελά πονηρά.
-«Εύκολο. Κοίτα!» λέει και μου δείχνει την οθόνη του κινητού του όπου έχει βγάλει φωτογραφία τον χάρτη του χωριού. Ανακουφισμένη και εντυπωσιασμένη τον ακολουθώ. Ο ήλιος έχει χαμηλώσει και το γλυκό του φως δίνει μαγικό χρώμα στο χωριουδάκι. Περνάμε από ένα μεγάλο άσπρο και μπλε κτίριο που μυρίζει φρέσκια μπογιά. Το σχολείο.
Περπατάμε μόνοι στον ολοκάθαρο δρόμο, φτιαγμένο από πιεσμένη άμμο ώσπου συναντάμε έναν άνδρα και μια γυναίκα. Ο άνδρας είναι μικροκαμωμένος, λεπτός και φορά σκούρο πουκάμισο και παντελόνι. Τα ρούχα του φαίνονται πολυφορεμένα και η ηλικία του ακαθόριστη, θα μάντευα από 60-70 χρονών.
Η γυναίκα είναι ντυμένη με τον παραδοσιακό τρόπο. Τα μαλλιά της είναι μαύρα και πολύ κοντά δεμένα με ένα κόκκινο μαντήλι. Τα έντονα ζυγωματικά της είναι βαμένα μ’ έντονο κοκκινάδι, φορά χρυσό δαχτυλίδι στην μύτη και κολιέ από χρωματιστές χάντρες. Η μπλούζα της είναι φτιαγμένη από λεπτότατο λευκό ύφασμα με μεγάλα κόκκινα λουλούδια και μόλας με περίτεχνα σχέδια. Η φούστα της είναι από ένα ύφασμα μαύρο με έντονα πράσινα σχήματα, σαν θαλάσσιες χελώνες νομίζω. Οι καρποί της είναι σκεπασμένοι με υπέροχα, και πολύπλοκα chaquira, μια μακριά σειρά από χάντρες και το ίδιο οι γάμπες της, αυτά όμως λέγονται wini. Ακούσαμε κάπου οτι πριν έρθουν οι ισπανοί κατακτητές οι guna δεν φορούσαν ρούχα μα ζωγράφιζαν τα σώματά τους με χρώματα και πως όταν τους ανάγκασαν να φορέσουν ρούχα αντικατέστησαν την ζωγραφική με wini & chaquira.
Τα molas που στολίζουν τις μπλούζες των γυναικών guna είναι μια τεχνική δικής τους έμπνευσης διάσημη σε όλον τον κόσμο. Δημιουργούνται κόβοντας και ράβοντας διάφορα υφάσματα μαζί και ένα περίτεχνο μόλας μπορεί να χρειαστεί μήνες δουλειάς.
-“Hola! Buenas tardes!” λέμε και εκείνοι μας απαντούν με ένα κάπως ντροπαλό νεύμα του κεφαλιού. Θέλω σαν τρελλή μια φωτογραφία αυτής της γυναίκας, το θεωρώ όμως βέβαιο πως θα ενοχληθεί και δεν προσπαθώ καν.
Περπατάμε παρατηρώντας τα τσιμεντένια σπίτια, δείγμα πλούτου και προόδου προφανώς. Απέναντι βρίσκεται ένα κτίριο, η τράπεζα. Ο Γιώργος πλησιάζει να ρίξει μια ματιά και τον βλέπω να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Πάω κοντά του να δω. Η πόρτα της τράπεζας έχει δυο σήματα:
Απαγορεύονται τα όπλα Απαγορεύεται το κάπνισμα
Περπατάμε και βρισκόμαστε σε έναν ανοιχτό χώρο και στην μέση υπάρχει το άγαλμα ενός άνδρα που κρατάει ένα βιβλίο. Γύρω είναι μαζεμένα τρία πιτσιρίκια που παίζουν και μόλις μας βλέπουν φωνάζουν
-”Holaaaa”
Βγάζω τις καραμέλες βουτύρου, τους δίνω από μια και στο λεπτό μαζεύονται άλλοι τρεις
-«Yo quiero yo quero!!” θέλω θέλω φωνάζουν. Οι καραμέλες τελειώνουν.
–«Μπορώ να τραβήξω μια φωτογραφία?» ρωτάω δείχνοντας το κινητό και πριν τελειώσω την ερώτηση οι μικροί έχουν στηθεί και ποζάρουν. Δίνω στον πιο μάγκα την μπάλα του τέννις και προχωράμε. Σε ένα παγκάκι παραδίπλα, κάθονται τρείς έφηβοι, δυο κορίτσια και ένα αγόρι, ντυμένοι με μοντέρνα ρούχα και κάνουν οτι ποζάρουν για σέλφι, μα στην πραγματικότητα έσπαγαν πλάκα με εμας και τα μικρά…
Πιο πέρα στο χωριό, υπάρχουν μερικά υπέροχα σπίτια φτιαγμένα από μπαμπού με σκεπή από φύλλα, αλλά και κάποια με τοίχους τσιμεντένιους και σκεπή από φύλλα. Η κατασκευή της σκεπής είναι εντυπωσιακή. Η άμμος του δρόμου εδώ έχει αντικατασταθεί με ένα παχύ, καταπράσινο χορτάρι. Το ξαναδαμε αυτό το απίθανο χορτάρι, στο BBQ island στα Hollandes. Ποτίζεται με το αλμυρό νερό της θάλασσας και ακούσαμε μια ιστορία, πως ήρθε λέει ένας διάσημος παίκτης και σχεδιαστής γηπέδων γκολφ παρακάλεσε τους ινδιάνους του νησιού και του έδωσαν δείγμα για να το καλλιεργήσει.
17.30 Κοιτάζω το ρολόι μου, η Βάσω πρέπει να έχει φτάσει στο αεροδρόμιο του Παναμά. Ελέγχω το WhatsApp: δεν έστειλε μηνύμα. Της τηλεφωνώ μα δεν απαντά. Ο Γιώργος με τραβά απ’το χέρι, προχωράμε και βρισκόμαστε σ’ένα ανοιχτό γήπεδο. Δυο ομάδες παιδιών παίζουν βόλευ και ο αγώνας πρέπει να είναι σπουδαίος γιατί υπάρχει διαιτητής, προπονητές και οι μικροί φορούν στολές. Τα παιδιά μοιάζουν πολύ μικρά, έξι – επτά χρονών, κάτι παράλογο προφανώς. Οι guna όμως είναι τόσο μικρόσωμοι. Παρακολουθούμε λίγο τον αγώνα και μετά μπαίνουμε στο μπακάλικο του χωριού, ακριβώς απέναντι, για εξερεύνηση. Στην μια πλευρά του μαγαζιού μια μεγάλη τηλεόραση μεταδίδει αγώνα μπέιζμπωλ στα ισπανικά. Παραδίπλα κάθονται μια γυναίκα και ένας άνδρας. Η γυναίκα ζωγραφίζει μεγάλα γράματα της αλφαβήτου πάνω σε χρωματιστές κάρτες, κάποιο παιδικό παιχνίδι ίσως. Ο άνδρας μας βλέπει, σηκώνεται, μας καλωσορίζει ευγενικά και πηγαίνει προς την πάγκο του.
Πηγαίνουμε προς τον απέναντι τοίχο και ψάχνουμε στα ράφια. Υπάρχουν μερικά πακέτα με ρύζι, με φακές, ζάχαρη και αλεύρι, λίγες κονσέρβες με φασόλια, ζαμπόν, γάλα σε σκόνη, αυγά, χαρτιά, σαπούνια και μερικά πακέτα μακαρόνια. Βρίσκω το κοφτό μακαρονάκι που χρειάζομαι για να το μαγειρέψω με το χταπόδι. Προχωράμε στο ταμείο.
-«De donde eres?” Από πού είσαστε? ρωτάει ο άνδρας
-«De Grecia” απαντώ. Μας κοιτά ξαφνιασμένος.
-«Griegos? Ελληνες? Γνωρίζω την ελληνική μυθολογία, την φιλοσοφία και την ιστορία. Σπούδασα στο πανεπιστήμιο του Παναμά» μας λέει και συνεχίζει. «Ξέρετε υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία ανάμεσα στην δική μας μυθολογία και την ελληνική.» Τα ισπανικά μας δυστυχώς δεν βοηθούν να κάνουμε συζήτηση σε βάθος. Ο άνδρας μας μιλάει για τους μύθους των Gunas, για τον Μονο τον χιμπατζή που μεταμορφώθηκε σε άνθρωπο, τον Pulpo, το χταπόδι και τον θέο Ηλιο γιο την μητέρας Γης. Η κουβέντα μας κρατά αρκετή ώρα και κάποια στιγμή φεύγουμε γοητευμένοι από τον άνθρωπο και τις ιστορίες του. Εχουμε απομακρυνθεί όταν συνειδητοποιούμε οτι ξεχάσαμε να τον ρωτήσουμε που θα βρουμε τον Johnny Rojas. Τρέχουμε πίσω, μα το μαγαζί δυστυχώς έχει κλείσει.
18.30 Ο ήλιος χάνεται πίσω από την άκρη του ορίζοντα και η γαλήνια θάλασσα φορά τα μωβ και τα χρυσαφιά του ουρανού. Το μελωδικό τραγούδι, το εξωτικό τιτίβισμα των πουλιών της ζούγκλας σκεπάζουν την ραπ που έρχεται πέρα από το Corazón de Jesús. Περπατάμε πάνω στην πεζογέφυρα που ενώνει τα δυο νησάκια, δίπλα – δίπλα με δυο νέους guna. Από απέναντι έρχεται μια ψηλή γυναίκα η πρώτη λευκή που συναντάμε στο νησί.
-“Hello!”
-“Hello! We are looking for Johnny Rojas”
-“Ελάτε, θα σας οδηγήσω εγώ. Πριν δυο λεπτά ήμουν μαζί του» απαντά
….
19.30 Οταν πια επιστρέφουμε στο Φιλίζι, έχει σχεδόν νυχτώσει. Στρώνουμε τραπέζι έξω στο κόκπιτ και τρώμε το υπόλοιπο ρύζι. Μετά, φέρνω το iphone και το ipad και ξεκινάω να μεταφράσω ένα ποστ στα αγγλικά. Το internet δουλεύει, αργά αλλά δουλεύει, κάτι σπάνιο για την Guna Yala. Βέβαια βρισκόμαστε σχεδόν κάτω από την κεραία της κινητής,
-«Άουτς! Τί ήταν αυτό?» Κάτι με τσίμπησε. Παράξενο, τέτοιο τσίμπημα δεν γίνεται από κουνούπι.
-«Αααχ!» κάνει ο Γιώργος και ρίχνει μια στο πόδι του για να σκοτώσει το κουνούπι. «Μας επιτίθενται μωρό μου»
Τρέχω στο μπάνιο, φέρνω το εντομοαπωθητικό και ψεκαζόμαστε καλά.
-«Αχχχ! Αυτό ήταν πολύ δυνατό. Με δάγκωσε!» Τρίβω το χέρι μου. Ανυπεράσπιστη μπροστά στον αόρατο εχθρό, μαζεύω τα πράγματά μου και μπαίνω μέσα.
-«Πρέπει να κρυφτούμε. Να πάμε μέσα και να κλείσουμε τα πορτάκια»
Μπιπ – το κινητό μου χτυπά, ήρθε μήνυμα απ’ την Βάσω
-20.30 <<Έφτασα στο ξενοδοχείο. Ο Τζώνυ δεν απαντά ούτε ο οδηγός ο Ροτζερ. Θα συνεχίσω να τους ψάχνω>>
Ανησυχώ πως θα τα καταφέρουμε αύριο αλλά θα τα καταφέρουμε. Κανονικά αύριο στις 5πμ πριν χαράξει, ένα αμάξι 4×4 πρέπει να πάρει την φίλη μας από το ξενοδοχείο, να περάσουν μέσα από την ζούγκλα, πάνω από τα βουνά και να έρθουν στην χώρα της Guna Yala στο λιμάνι Carti. Εκεί θα πρέπει να βρούμε την βάρκα του Τζώνυ Ρόχας για να μας την φέρει στην Nargana. Αν όλα πάνε καλά η Βασούλα μας θα έρθει κατά τις 10.30. Θα φύγουμε παρέα αμέσως για το Isla Tigre όπου αύριο έχουν μεγάλη γιορτή: γιορτάζουν την επανάστασή τους απέναντι στον Παναμά το 1925.
Μπιπ
-<<Ο Τζώνυ δεν απαντά βρήκα όμως τον Ρότζερ και θα έρθουν να με πάρουν το πρωί για Carti. Πρέπει να κανονίσουμε την βάρκα. Καληνύχτα»
Καληνύχτα Βασούλα. Προφανώς και δεν απαντά ο Τζώνυ, που να ακούσει το τηλέφωνό του με τόση φασαρία. Το διήμερο πάρτυ για το Καρναβάλι ξεκίνησε εδώ και ώρα και θα κρατήσει όλη νύχτα. Κουράγιο μας…
Φεβρουάριος 25, 2017-03-17
06.00 Εφιάλτης! Αυτή τη νύχτα έζησα ένα μαρτύριο. Κοιμήθηκα φριχτά από τις 23.30 ως τις 02.00. Είτε σκεπαζόμουν ως το κεφάλι για να μην με τσιμπάνε και έλιωνα από την ζέστη είτε πετούσα ιδρωμένη το σεντόνι και με κατασπάραζαν όλα μαζί. Δεν γίνεται, αυτά δεν είναι κουνούπια, αυτά είναι αόρατα γιγάντια καβούρια, τόσο δυνατό είναι το δάγκωμά τους. Είναι αόρατα καβούρια βαμπίρ, διψασμένα για αίμα και δάγκωμα. Αφού δεν μπορούσα να κοιμηθώ, σηκώθηκα και δούλεψα όλη την νύχτα για το μπλογκ και τέλειωσα και ανέβασα και φωτογραφίες. Και αυτά συνέχιζαν να με τρώνε. Τρομερό βασανιστήριο τα καβούρια τρομερό βασανιστήριο και το αργό internet. «Καλύτερο από το καθόλου internet, όμως» λέω στον εαυτό μου και ξεκινάω να ετοιμάσω κολομβιάνικο καφέ – ο ελληνικός τελείωσε πάει.
Μπιπ
06.30 <<Καλημέρα. Φύγαμε για Καρτί πριν 15’ με τον οδηγό του Ρότζερ. Μίλα με τον Τζώνυ για την βάρκα. Φτάνουμε στο Καρτί σε 3 ώρες>> Του στέλνω μήνυμα σε κακά ισπανικά οτι η φίλη μου φτάνει στο Καρτί στις 9πμ. Εκείνος απαντά σε κακά αγγλικά οτι η βάρκα του και όλες οι βάρκες φεύγουν από το Καρτί απο 8πμ έως 8.30 πμ. Ωχ…
06.50 Φτιάχνω άλλο ένα καφέ και βγαίνω στο κόκπιτ. Έχει άπνοια και τα πάντα είναι βρεμμένα απ’ την υγρασία μα η ομορφιά του τοπίου, του ουρανού
και της καινούργιας μέρας που ξεκινά είναι απίστευτη. Απαλά σύννεφα αντανανακλούν το φώς της ανατολής και καθρεφτίζονται στην θάλασσα, ο κόσμος διπλός .
Ενας άνδρας κωπηλατεί μέσα σε ένα ulu. Τον χαιρετώ εκείνος ανταποδίδει τον χαιρετισμό, μια κίνηση που την αντιλαμβάνομαι σαν πράξη γεναιοδωρίας. Κλείνω τα μάτια «Χλωμό πρόσωπο σου επιτρέπουν να μοιραστείς την γαλήνη του πρωινού στη Guna Yala. Ευγνωμοσύνη!” σκέφτομαι. Ενα “αόρατο καβούρι” μου ρίχνει μια δυνατή δαγκωματιά. Η γαλήνη χάθηκε ταχύτατα.
Μπιπ
06.59 << Τρέχει του σκοτωμού Ο δρόμος είναι χάλια και έχει τρομερή κίνηση>>
06.59 << Ξέχασα να σου πω, έχει πυκνή ομίχλη>>
Της γράφω πως είμαι άυπνη γιατί με έφαγαν τα κουνούπια. Περνάμε όλοι τα ζόρια μας. Εντάξει, όλα καλά θα πάνε, θα προλάβει.
07.11<< Χάλασε το jeep, 6 χλμ από τα σύνορα με Guna Yala. Στην κορυφή, στα βουνά μέσα σε μια απίστετη ζούγκλα. Περιμένουμε οδική βοήθεια. Βοήθειά μας>>
Πλάκα κάνεις… Με έχουν πιάσει νευρικά γέλια.
07.14 << Είχε πολλή ανηφόρα και το jeep τα έφτυσε. Οταν κρυώσει μπορεί να ξανα ξεκινήσει>>
Κάποιος παίζει με τα νεύρα μας
07.18<< Βρισκόμαστε ακριβώς στο Continental Divide. Αριστερά Ειρηνικός και δεξιά Ατλαντικός! Εσείς θα περάσετε μέσα στην διώρυγα του Παναμά>>
Εντάξει, η Βασούλα έχει κέφια και δεν το βάζει κάτω
07.19<<Ξεκίνησε! Ευτυχώς μια ατέλειωτη, ξέφρενη κατηφόρα!>>
Καλά πάμε…
07.51 <<Φτάσαμε στα σύνορα Guna Yala. Εχει μια ατέλειωτη ουρά από jeep>>
07.51 << Δεν το πιστεύω! Μας έπιασε λάστιχο!>>
Ούτε εμείς το πιστεύουμε. Αυτό είναι μια τρέλλα. Την ρωτάω που βρίσκονται μα δεν απαντά, το σήμα έχει χαθεί… Στο μεταξύ ο Τζώνυ Ρόχας στέλνει μηνύματα, πού βρίσκεται η φίλη μου. Ερχεται του απαντώ. Να περιμένει οπωσδήποτε…
Στο Φιλίζι πίνουμε καφέ να κρατηθούμε και παλεύουμε ακόμη με τα έντομα. Ξαφνικά μου έρχεται μια ιδέα.
-«Αλειφτήκαμε με όλα τα εντομοαπωθητικά αλλά δεν δοκιμάσαμε «φιδάκι». Έχουμε ένα, πάω να το φέρω» Το βάζω σε ένα ταψάκι και το ανάβω αμέσως. Στο δυνατό φως της ημέρας μπορώ να διακρίνω ολοκάθαρα το σμήνος από μικροσκοπικά έντομα να βγαίνουν αθόρυβα από το παράθυρο της καμπίνας μας.
-«Δεν μπορούσα να το σκεφτώ νωρίτερα?»
μπιπ
08.28 <<Η οδική βοήθεια ήρθε. Χάσαμε 30 λεπτά, δεν ξέρω άν θα προλάβουμε>>
Στέλνω αγγλοισπανικό μήνυμα στον Τζώνυ , από λεπτό σε λεπτό φτάνει. Εκείνος απαντά ισπανοαγγλικά: η βάρκα ετοιμάζεται να φύγει
08.33 <<Φτάσαμε στο Καρτί!!>>
Στέλνω ξανα μήνυμα στον Τζώνυ. Σε λίγο η Βάσω είναι μέσα στην βάρκα και τα περισσότερα ιπτάμενα καβούρια έχουν βγεί απ’το παράθυρο του σκάφους. Παρ’ όλα αυτά νιώθω άλλη μια δυνατή τσιμπιά.
«Άουτς!! Δεν αντέχω άλλο…»
-«Πάμε έξω, πάμε να αγοράσουμε φρέσκο ψωμάκι που μας είπαν» Πράγματι. Η Emmanuelle, η γυναίκα που μας βοήθησε χθές μας είπε πως υπάρχει φούρνος που κάνει γαλλικό ψωμί. Αφήνουμε τον καπνό απ’το Φιδάκι να διώξει τα τέρατα και πάμε στην Nargana.
09.00 Το χωριό μοιάζει να κοιμάται μετά το χθεσινό ξενύχτι. Στον ουρανό πλανιέται ένα υπέροχο άρωμα φρεσκοψημένου ψωμιού.
-«Ακολουθούμε την μυρωδιά» λέει ο Γιώργος και προχωρά αλλά ευτυχώς σε λίγο συναντάμε τρια κορίτσια, ντυμένα με παραδοσιακά ρούχα και τις ρωτάμε. Εκείνες μας δείχνουν να πάμε πίσω από μια καλύβα. Πράγματι, πίσω από την καλύβα βρίσκεται μια άλλη καλύβα και η μυρωδιά έρχεται από κει. Ενας άνδρας εμφανίζεται στην πόρτα.
-«Buenas dias senior! La panaderia, por favor?” ο φούρνος παρακαλώ, τον ρωτάμε, μάλλον από ευγένεια. Μας γνέφει να τον ακολουθήσουμε μέσα. Μπαίνοντας στο σκοτεινό δωμάτιο ένα τόσο ηλιόλουστο πρωινό, μένω για λίγο σαν τυφλή μα, σε λίγο τα μάτια μου συνηθίζουν και μπορώ να παρατηρήσω το δωμάτιο, άλλωστε μπαίνει κάποιο φώς από τις χαραμάδες ανάμεσα στα μπαμπού των τοίχων. Στην μια πλευρά υπάρχουν δυο μεταλλικές ραφιέρες με δίσκους, όπου φαίνεται πως τοποθετούν τα φωμιά. Ο φούρνος είναι ακουμπισμένος στο πάτωμα από πιεσμένη άμμο και φαίνεται πως οι μπαγκέτες βγήκαν αρκετή ώρα πριν γιατί αυτή που μας δίνει είναι εντελώς κρύα. Όπως πάντα, βάζω το χέρι μέσα στο σακουλάκι και κόβω μια μπουκιά ψωμί. Δοκιμάζω μου μοιάζει χθεσινό.
Λίγο πιο κάτω βρίσκουμε το μανάβικο που μας έλεγε χθες η Emmanuelle πως ίσως έχει φρέσκο μπρόκολο. Στην μια γωνιά του μαγαζιού βρίσκονται καλάθια και ράφια με λαχανικά. Στην άλλη, στέκονται τέσσερις γυναίκες όλων των ηλικιών και μόνο η μεγαλύτερη φοράει τα παραδοσιακά ρούχα. Διαλέγω plantain, πατάτες και ανανά και όταν έρχεται να με βοηθήση μια απ’ τις νέες, την ρωτάω γιατί δεν φορά wini στα πόδια.
-«No quiero! Yo soy moderna” απαντά και γελάνε όλες μαζί.
10.00 Παίρνουμε τα τρόφιμα και γυρνάμε πίσω στο Φιλίζι. Σύντομα η φίλη μας θα φτάσει και πρέπει να είμαστε έτοιμοι να φύγουμε για Tigre.
Μπιπ
10.44<< Εφτασα!>> στέλνει η Βάσω
Πράγματι, δυο βαρκάκια πλησιάζουν το μικρό ντόκο απέναντι στο Corazón de Jesús. Ο Γιώργος φέρνει τα κυάλια μα η φίλη μας δεν φαίνεται πουθενά. Της στέλνω μήνυμα, άν μας βλέπει.
10.45<< Αδειάζουμε κόσμο σ’ ένα άλλο σκάφος>>
11.01 << Είμαστε στο Green island. Επόμενη στάση Φιλίζι>>
11.15 Ακόμη δεν έφτασε η βάρκα, ήταν υπερβολικό να σκεφτόμαστε πως θα προλάβουμε την γιορτή στο Tigre. Δεν πειράζει, θα πάμε βόλτα όλοι μαζί.
11.35 Μια μικρή βάρκα πλησιάζει
-«Yo soy Jorge! Hola capitan” φωνάζει από μακριά ο άνδρας που στέκεται όρθιος στην πλώρη
-«Yo soy Jorge el capitan” απαντά όλο άνεση ο καλός μου. Πιάνω το κινητό να πάρω βίντεο. Ψάχνω να εντοπίσω την φίλη μου μέσα στον κόσμο. Να’τη!!! Φορά καπέλο, γυαλιά ηλίου και ένα τεράστιο χαμόγελο.
-«Βασούλα καλώς μας ήρθες!!!»
0 Comments