Τέλος Α σκέλους του αγώνα ARC+
Άφιξη στο Mindelo, στο νησί Sao Vicente του Cape Verde (Πράσινο Ακρωτήρι)
Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014, ώρα
Κατευθυνόμαστε στην προβλήτα που μας υποδεικνύει ο Oscar και εκεί μας περιμένει ο yellowshirt Paul.
Μας δίνει το σχοινί του ρεμέτζου και προτείνει να δέσουμε με την πλώρη και ακούμε την συμβουλή του – μια μάλλον πολύ κακή συμβουλή αφού για να κατεβούμε από την πλώρη κάνουμε …σπαγγάτο καθώς η προβλήτα είναι πολύ χαμηλά! Ακόμα πιο δύσκολα κατεβαίνει η καημένη η Περκάν που περιμένει με λαχτάρα να κάνει τα «μπράβο της» και να βγει βόλτα.
Γνωστά και άγνωστα σκάφη είναι δεμένα γύρω μας, και ακριβώς απέναντι είναι οι διπλανοί μας στη Las Palmas οι Σουηδοί με το Ayama. Αυτοί, όπως είδαμε χτες στο email έφτασαν ήδη, γεγονός που δεν μας εξέπληξε αφού, όπως δηλώνει ο Stefan: “Αν η ταχύτητά μου πέσει κάτω από 5 kts, ανάβω μηχανή, γιατί νομίζω πως θα βουλιάξω”. Χαιρετιόμαστε εγκάρδια.
-“Αργήσατε και ανησυχήσαμε” λέει ο Στέφαν κλείνοντας μου το μάτι και ξαναπιάνει δουλειά – μαζί με την γυναίκα του την Άννα και τον φίλο του Πώλ τρίβουν το hull με ξύδι για να καθαρίσει από το αλάτι.
Προχωράμε στην προβλήτα με τον Γιάννη να μας κάνει συνέχεια ερωτήσεις για το ταξίδι ως εδώ. Πρώτη μας δουλειά να δηλώσουμε άφιξη και πηγαίνουμε στο γραφείο της μαρίνας. Μέχρι να τελειώσει ο καλός μου με τις διατυπώσεις, μένω μόνη να θαυμάζω την μικρή μαρίνα του μακρινού αυτού νησιού. Νιώθω ικανοποίηση και μια βαθιά γαλήνια χαρά να με πλημυρίζει. Οι περισσότεροι σε τούτο το λιμάνι έχουν έρθει από μακριά – όπως κι εμείς.
Μέχρι εδώ όλα καλά. Φτάσαμε στο Πράσινο Ακρωτήρι με τα πανιά μας …
– “Όλα έτοιμα!” λέει ο Γιώργος βγαίνοντας από το γραφείο. Μας δίνει από μια ηλεκτρονική κάρτα εισόδου για την μαρίνα και τα ντους.
-“Κάθε κάρτα αντιστοιχεί σε 100 λίτρα νερό. Κάντε οικονομία!” λέει ψευτοαυστηρά.
-“Τί θα λέγατε για ένα sundowner στο Floating Bar πριν το φαγητό?” προτείνει ο Γιάννης.
To «Μπαρ που επιπλέει» όμορφο σαν καρτ ποστάλ, αποτελείται από μια ξύλινη πλωτή πλατφόρμα και μια στρογγυλή μπάρα κατασκευασμένη από μπαμπού. Είναι σκεπασμένο με κλαδιά φοινικόδεντρου και στολισμένο με χριστουγεννιάτικα φωτάκια και πολύχρωμες σημαίες που ανεμίζουν στον δυνατό άνεμο.
Στο μπάρ έχουν ήδη μαζευτεί αρκετοί από τους συμμετέχοντες στον αγώνα, άντρες, γυναίκες, άλλοι νέοι, άλλοι πιο ηλικιωμένοι ακόμα και πιτσιρίκια τρέχουν γύρω. Η ατμόσφαιρα είναι γιορτινή! Ποτήρια τσουγκρίζουν, άνθρωποι γελούν τρανταχτά, τα πρόσωπά τους ξαναμμένα από το ρούμι και το μακρύ ταξίδι και ο καθένας μιλά τη γλώσσα του την μητρική, αγγλικά, ιταλικά, ισλανδικά, γαλλικά, γερμανικά, νορβηγικά, σωστή Βαβέλ. Όμορφος ο ωκεανός, όμορφο και το να φτάνεις σε μακρινό λιμάνι με μεγάλη παρέα. Η μικρή μαρίνα ζει μεγάλες στιγμές για λίγες μέρες. Τα περισσότερα από τα πενήντα σκάφη του αγώνα έχουν ήδη φτάσει και μέχρι το πρωί θα πρέπει να καταπλεύσουν και τα τελευταία. Εκτός από ένα, που έχει πάθει ζημιά στο τιμόνι του και το ρυμουλκούν.
Ο Γιώργος με τραβάει από το χέρι, θέλει να βγούμε από την μαρίνα για να δούμε το Μιντέλο. Όπως πάντα, όταν φτάνουμε σε λιμάνι δεν κρατιέται με τίποτα.
Η ώρα έχει πάει 19.30 κι έχει νυχτώσει για τα καλά.
Με το που βγαίνουμε από τη μαρίνα, το σκηνικό αλλάζει. Τα δρομάκια γύρω από το λιμάνι είναι μισοσκότεινα, σχεδόν έρημα. Κάνουμε μια βόλτα, μα δεν απομακρυνόμαστε. Οι λιγοστοί ντόπιοι που συναντάμε μας παρακολουθούν με περιέργεια. Κάποιοι άλλοι μας παίρνουν από πίσω, κάτι για να μας πουλήσουν, να ζητήσουν χρήματα, να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους….
-“Το βράδυ η κατάσταση είναι κάπως αγριευτική” λέει ο Γιάννης, που έχει φτάσει από την προηγούμενη ημέρα, “δεν εiναι για να περπατάς μόνος στον δρόμο”.
Πεινάμε πολύ και μετά από πρόταση του Γιάννη πηγαίνουμε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου του, το Casa Café Mindelo, πολύ κοντά στην μαρίνα. Ο χώρος είναι πολύ ωραίος και μας υποδέχεται ο μάνατζερ του ξενοδοχείου, ένας νεαρός Πορτογάλος που ήρθε στο Sao Vicente για διακοπές, το αγάπησε και έμεινε.
Αφήνω τα αγόρια να τα πούν λίγο μόνοι και ανεβαίνω στον πάνω όροφο: ο Γιάννης μου έδωσε κωδικό wi-fi και θέλω να μιλήσω με τους δικούς μου, να τους πω οτι φτάσαμε και είμαστε καλά.
Επιστρέφω και παραγγέλνουμε, οι άντρες τόνο ψητό και εγώ ρύζι με λαχανικά. Μέχρι να έρθει το φαγητό, ο Γιάννης μας διηγείται την περιπέτεια που έζησε για να πάρει βίζα εισόδου στο Cape Verde:
-“Μόλις είδαν αεροπορικό εισητήριο one way είπαν πως δεν μπορούν να μου δώσουν visa εισόδου. Μπήκα λοιπόν στις τουαλέτες του αεροδρομίου, φόρεσα την μπλούζα με το logo ARC+ FILIZI, και η κατάσταση άλλαξε. Με έσωσε η μπλούζα!”. Ο μάνατζερ φέρνει μια παράξενη τοπική λιχουδιά – εγώ δεν δοκίμασα – κάποιο θαλασσινό.
Επιστρέφουμε στο Φιλίζι, και βοηθάμε τον Γιάννη με τις αποσκευές του γιατί πονάει η μέση του από κάποια άτσαλη κίνηση που έκανε. Οργανώνουμε την καμπίνα 1, στρώνουμε καθαρά σεντόνια και πάμε όλοι στα κρεββάτια μας. Λαχταρώ έναν ήσυχο και βαθύ ύπνο μα, δυστυχώς η νύχτα εξελίσεται αλλιώς. Το σουελ μπαίνει τόσο ζωντανό μέσα το λιμάνι, που κουνάει σαν να ταξιδεύουμε με φουρτούνα.
Κυριακή 16 Νοεμβρίου – Η εκδρομή στο νησί Sao Antao
6 πμ Το ξυπνητήρι χτυπά, ανοίγω τα μάτια και νιώθω χαμένη. Δεν είμαι σίγουρη για το πού βρίσκομαι. Ανοίγω το κουρτινάκι στο φινιστρίνι και συνειδητοποιώ οτι βρισκόμαστε στο Πράσινο Ακρωτήρι. Σήμερα θα επισκευτούμε το νησί Sao Antao, , το δυτικότερο & βορειότερο από τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, μόλις 7 ναυτικά μίλια από το Μιντέλο, μια εκδρομή προγραμματισμένη από μήνες. Αλλά πριν φύγουμε, πρέπει οπωσδήποτε να γυρίσουμε το Φιλίζι με την πρύμνη στην προβλήτα, για να μπαινοβγαίνουμε άνετα εμείς και το σκυλάκι μας. Αν και αγουροξυπνημένοι μέσα σε 5 λεπτά τα καταφέρνουμε και είμαστε έτοιμοι για αναχώρηση.
Ακολουθούμε την ομάδα. Οι περισσότεροι, αγουροξυπνημένοι, βαδίζουν αμίλητοι. Βγαίνουμε από την μαρίνα, και προχωράμε ως δίπλα, στον ντόκο του λιμανιού μπαίνουμε σ ένα καραβάκι και αποπλέουμε. Η μέρα είναι πανέμορφη, ο ουρανός καταγάλανος και ο ήλιος λάμπει ζεστός. Μετά από μια ώρα φτάνουμε στο νησί Sao Antao.
Tο λιμάνι είναι μια προβλήτα όλη κι όλη. Η ομάδα κατεβαίνει και χωριζόμαστε σε τέσσερα βαν των 20 ατόμων. Μαζί μας, είναι ένας ντόπιος ξεναγός που μιλάει αγγλικά με πορτογαλέζικη προφορά.
Μετά από 15 λεπτά, φτάνουμε σ’ ένα παραδοσιακό οινοποιείο. Το πέτρινο κτίριο, φρεσκοβαμένο, ασβεστωμένο ξεχωρίζει απ’ όλα όσα είδαμε στην διαδρομή ως εδώ, τα περισσότερα ήταν ξύλινες παράγκες, η κτίσματα από τσιμεντόλιθους με σκεπή από ελενίτ.
Μέσα από μια χαμηλή πορτούλα μπαίνουμε στην εσωτερική αυλή. Αρκετοί ιστιοπλόοι δοκιμάζουν τα τοπικά ποτά, κάποιοι άλλοι πίνουν καφέ, είναι άλλωστε νωρίς, 10 πμ.
Ο πιο ηλικιωμένος από τους ξεναγούς, στέκεται δίπλα σε ένα τραπέζι, όπου είναι στημένα τα διαφορετικά ποτά του παράγει το οινοποιείο και σηκώνοντας ένα – ένα τα μπουκάλια, εξηγεί τις τεχνικές της απόσταξης. Εγώ αδυνατώ να καταλάβω την προφορά του και τριγυρνώ εξερευνώντας την αυλή.
Στο κέντρο της, κάτω από ένα τεράστιο δέντρο, βρίσκεται ένας πέτρινος μύλος και δίπλα ένας μεγάλος μπρούτζινος αποστακτήρας. Πιο κει, βρίσκεται ένα αυτοκίνητο της δεκαετίας του 50, μισοσκεπασμένο με ένα βρώμικο πολύχρωμο μουσαμά μπροστά από μια πόρτα με μια ξεφτισμένη κουρτίνα.
Μέσα από αυτήν εμφανίζεται μια όμορφη νέα γυναίκα με εβένινο πρόσωπο και σώμα ελαφίνας. Κρατά μια πιατέλα με φαγητά και την τοποθετεί στον πρόχειρο μπουφέ. Εγώ παρατηρώ τις τρείς αποστεωμένες αγελάδες που βόσκουν λιγοστό χορτάρι στα ερείπια του διπλανού σπιτιού. Η μία έχει έρθει πάρα πολύ κοντά μου.
Εκεί που σκέφτομαι να την χαιδέψω, ομιλίες και γέλια με αποσπούν: η παρουσίαση έχει τελειώσει και αρκετοί συνάδελφοι ιστιοπλόοι έχουν κάνει ουρά για ν’ αγοράσουν ρούμι. Ο μπουφές έχει ανοίξει και δυο νέα κορίτσια σερβίρουν τσάι, καφέ και σνακ.
Ο Γιάννης & ο Γιώργος δοκιμάζουν 2-3 σφηνάκια ρούμι και τους αρέσει. Παίρνω ένα ποτηράκι, δοκιμάζω μια γουλίτσα. Είναι τόσο δυνατό που νιώθω σαν να μέθυσα μονομιάς. Βρε πώς αλλάζει ο άνθρωπος…
Σε λίγο ξαναμπαίνουμε στα βαν και συνεχίζουμε. Βγαίνουμε από τον ασφαλτοστρωμένο παραλιακό δρόμο και ανεβαίνουμε προς το βουνό, από έναν λιθόστρωτο δρόμο.
Ο ξεναγός εξηγεί με καμάρι πως όλες οι πέτρες αυτού του δρόμου, είναι σμιλεμένες απ’ τα χέρια των κατοίκων του νησιού, κατοίκων από όλα τα χωριά, αντρών και γυναικών και πως η κατασκευή του διήρκεσε πολλά, πάρα πολλά χρόνια.
Φτάνουμε στο διάσελο πάνω από την καλντέρα του ηφαιστίου και σταματάμε. Η θέα μας κόβει την ανάσα.
Κατεβαίνουμε απ’ τα αυτοκίνητα και κάνουμε μια μαγευτική βόλτα. Οι ξεναγοί μας δείχνουν τα εξωτικά δέντρα και φυτά και με τους καρπούς τους, bread fruit, avocado, papaya.
Συνεχίζουμε την διαδρομή και σταματάμε σε δυο μικρούς οικισμούς. Σε ένα χωμάτινο γήπεδο, μια ομάδα πιτσιρικάδες παίζουν ποδόσφαιρο με μια σκασμένη μπάλα.
Πιάνουμε κουβέντα με ένα ζευγάρι νορβηγών, την Hanna και τον Paul από το σκάφος Zera. Μας είναι πολύ συμπαθείς, θα μπορούσαν να γίνουν φίλοι μας.
Δίπλα, κάποιοι άντρες παίζουν ένα παράξενο παιχνίδι και ο Γιώργος τους ρωτάει πώς παίζεται. Οι άνθρωποι, ζεστοί και ευγενικοί του εξηγούν.
Η διοργάνωση έχει οργανώσει γεύμα σε ένα όμορφο εστιατόριο.Οι γεύσεις είναι ενδιαφέρουσες και κάπως παράξενες. Στο τραπέζι καθόμαστε με το ζευγάρι από την Ισλανδία που ταξιδεύουν το σκάφος Hugur,ένα monohul Najad 520, και δυο ζευγάρια άγγλων από το ένα καταμαράν.
Οι Ισλανδοί λένε πως σκέφτονται να συνεχίσουν για τον γύρο του κόσμου, με την διοργάνωση ARC World και αυτό ακούγεται συναρπαστικό. Ο καπετάνιος του καταμαράν με ύφος Φωτεινού Παντογνώστη λέει και ξαναλέει οτι δεν θα ταξίδευε ποτέ με monohul γιατί είναι απελπιστικά αργά και κουνάνε πολύ. Θά’ θελα να τον έβλεπα στα όρτσα με το καταμαράν του να ψάχνει το VMG του…Μπαίνουμε στο πλοίο για να επιστρέψουμε και αυτή την φορά, είναι γεμάτο με ντόπιους. Στο μπαρ έχουν στήσει γιορτή, παίζουν μουσική χτυπώντας τα χέρια πάνω στην μπάρα. Απίθανο!!
Επιστρέφουμε στο Μιντέλο και στις 18.00 βρισκόμαστε στο Φιλίζι. Είμαστε πολύ κουρασμένοι όμως δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο και ο Γιώργος ενημερώνει τον Γιάννη εφ όλης της ύλης. Του δείχνει τους πυροσβεστήρες, τις βάνες, τις αντλίες, και συζητάμε διάφορα σενάρια καταστροφής, κυρίως από πυρκαγιά. Τέλος συζητάμε για τις βάρδιες. Έχουμε αποφασίσει, για τις πρώτες μέρες τουλάχιστον, να μοιράστουμε τις βάρδιες ο Γιώργος και εγώ. Ο Γιάννης θα μας συντροφεύει στις βραδυνές ώρες.
Οι βάρδιες θα είναι ως εξής:
00.00-04.00 Καρίνα Γιάννης 02.00 – 04.00…
04.00-08.00 Γιώργος Γιάννης 04.00 – 06.00
0800 – 12.00 Καρίνα
12.00 – 16.00 Γιώργος
16.00 – 20.00 Καρίνα
20.00-24.00 Γιώργος
Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014
7.30 Πάλι ξύπνησα με πόνο στον αυχένα και φοβάμαι οτι το πρόβλημά μου επιδεινώνεται. Ο Γιώργος παραπονιέται πως έχει κι αυτός αυχενικό και μας πιάνουν τα γέλια, που είμαστε σαράβαλα. Ο Γιάννης μας μιλάει για έναν καταπληκτικό χειροπράκτη που είδε χτες και προχτές. Του έκανε δυο θεραπείες για τη μέση του σε και αισθάνεται πολύ καλύτερα. Προτείνει να πάμε να μας φροντίσει. Είναι μια ιδέα.
Στις 9.00 παίρνουμε το καροτσάκι της λαικής, περπατάμε ως την κλειστή Αγορά απέναντι, να κάνουμε προμήθειες σε φρούτα και λαχανικά. Η Αγορά, ένα όμορφο διόροφο κτίριο με κεραμοσκεπή είναι τόσο καλοφτιαγμένη, που παραπέμπει σε περισσότερο ανεπτυγμένη χώρα, όπως λένε οι yellowshirts. Μπαίνουμε μέσα και στεκόμαστε λίγο μέχρι να προσαρμοστούν τα μάτια μας μετά το εκτυφλωτικό φώς του πρωινού. Μόλις τα μάτια μας είδαν, νιώσαμε πως βρισκόμαστε στην Αφρική.
– “Να δοκιμάσω?” ρωτάω στα αγγλικά κάνοντας και νοήματα. Η επίσημη γλώσσα είναι πορτογαλικά είπαμε.
Οι πάγκοι είναι φορτωμένοι με εξωτικά φρούτα, λαχανικά και μπαχαρικά. Κάποιες νεαρές, καθισμένες στο πάτωμα με πλάτη στον τοίχο, καθαρίζουν φρέσκο αρακά, όλο μιλάνε και σκάζουν στα γέλια όλες μαζί – τα ολόλευκα δόντια τους αστράφτουν πάνω στα μαύρα τους πρόσωπα. Τα μακριά και λεπτά δάχτυλά τους συσκευάζουν τις μπαλίτσες του αρακά σε άδεια πλαστικά μπουκάλια νερού. Ο καθένας ότι έχει.Αγοράζουμε μπόλικα τεράστια ντόπια αβοκάντο, καρότα, μήλα, πορτοκάλια, ντομάτες, πατάτες, μαρούλια, λεμόνια και βέβαια τις πεντανόστιμες μικρές τοπικές μπανάνες.
Ανεβαίνω στον χειροπράκτη, στον επάνω όροφο και κλείνω ραντεβού για το απόγευμα. Επιστρέφουμε στα γρήγορα στο Φιλίζι, ξεφορτώνουμε τις προμήθειες και φεύγουμε κυριολεκτικά τρέχοντας για το Skippers Briefing, που γίνεται στο Art House, απέναντι από τη μαρίνα.
Εκεί μας δίνονται οδηγίες για την αυριανή εκκίνηση και το δελτίο καιρού. Η πρόγνωση δίνει έναν ελαφρύ Α-ΒΑ για τις πρώτες 24 ώρες, που σταδιακά θα δυναμώνει. Τον Νοέμβριο είναι αρχή της εποχής και ο αληγής είναι ακόμη ασταθής.
Γυρνάμε στο σκάφος και προσπαθώ να ταχτοποιήσω τα φρέσκα μας όσο καλύτερα γίνεται αφού το ψυγείο είναι ήδη γεμάτο. Πρέπει να αυτοσχεδιάσουμε. Ο Γιάννης προτείνει να κρεμάσουμε κάποια από τα φρούτα σε διχτάκια – αυτό που κάνουν τόσα σκάφη ανά τους αιώνες. Πάμε να ψάξουμε στα μαγαζιά για διχτάκια. Φυσάει πολύ και σήμερα. Θα είναι δύσκολο να κατεβάσουμε τα πανιά για έλεγχο.
18.00 Φοράμε τις μπλούζες ARC+ Filizi και πηγαίνουμε προς το Art House για την τελετή απονομής βραβείων του πρώτου σκέλος του αγώνα. Στην είσοδο της μαρίνας έχει μαζευτεί κόσμος. Σε λίγα λεπτά πλησιάζει μια ομάδα χορευτών και μια ομάδα πιτσιρικάδες με τύμπανα. Οι χορευτές είναι σχεδόν γυμνοί, φορούν φούστες από άχυρο και αχυρένιες φούντες στους αστραγάλους και άλλοι κρατούν δόρατα. Τα τύμπανα αρχίζουν να παίζουν.
Οι χορευτές αρχίζουν τον παραδοσιακό αφρικάνικο χορό και το κατάμαυρο δέρμα τους, μάλλον αλειμένο με λάδι, γυαλίζει σαν έβενος. Ανάμεσά τους είναι κι ένας πιτσιρίκος, που δεν μοιάζει πάνω από 3 χρονών, ντυμένος κι αυτός με αχυρένια φούστα, χορεύει καταπληκτικά δίπλα σε κάποιον που μοιάζει αρχηγός της ομάδας. Ο ρυθμός των τυμπάνων όλο και δυναμώνει, τα σώματα των χορευτών συσπώνται ξέφρενα, και τα μυώδη κορμιά τους λουσμένα στον ιδρώτα, χάνονται στο μισόφωτο του δειλινού. Κοιτάζω τους θεατές γύρω, όλους εμάς. Νιώθω παράξενα ντυμένη με τα ευρωπαικά μου ρούχα, σαν εμείς, οι λευκοί επισκέπτες, να είμαστε μια παραφωνία εδώ στο Μιντέλο.
Ο χορός τελειώνει και όλοι χειροκροτούν με θέρμη. Σιγά σιγά, όλοι μπαίνουμε στο Art House, ένα πραγματικά όμορφο κτίριο πάνω στην παραλία. Στον προθάλαμο είναι στημένο ένα τραπέζι και πάνω του είναι τοποθετημένα τα βραβεία. Οι yellowshirtsμας κερνάνε Rum Punch και εγώ δίνω το δικό μου στον Γιάννη, που το ευχαριστιέται.
Η τελετή ξεκινά και τα βραβεία δίνονται και δίνεται σύνθημα: το μπαρ άνοιξε το ίδιο και ο μπουφές. Αστραπιαία ο προθάλαμος αδειάζει και όλοι σχεδόν τρέχουν στο μπαρ. Ρωτάω τί περιλαμβάνει το μενού και καταλαβαίνω οτι θα μείνω νηστική. Σερβίρουν το εθνικό φαγητό του Πράσινου Ακρωτηρίου, CACHUPA, δηλαδή βραστό καλαμπόκι, κολοκύθα, καρυκεύματα και χοιρινό ή ψάρι. Τα παιδιά τρώνε από ένα πιάτο, η πείνα νίκησε την γεύση.
-«Δεν είναι κακό!» σχολιάζει ο Γιάννης.
-«Καλούτσικο» λέει χλιαρά ο Γιώργος.
«This food is absolutely delicious!” σχολιάζει ένας άγγλος παραδίπλα. No comment …
Θα φτιάξω σαλάτα με αβοκάντο μόλις γυρίσουμε στο Φιλίζι, σκέφτομαι και πηγαίνω να συγχαρώ τους Γερμανούς του σκάφους Gaia (Γαία) δηλαδή για το βραβείο τους.
Κουβεντιάζουμε με τα πληρώματα από άλλα σκάφη και η ώρα περνά. Η βραδιά φτάνει φτάνει σιγά σιγά στο τέλος της.
Επιστρέφουμε στο Φιλίζι αλλά είμαι κουρασμένη για να φτιάξω σαλάτα και τρώω σάντουιτς με τσίπς. Βάζουμε ένα dvd και μισοβλέπουμε μια ταινία – ίσως για να χαλαρώσει το μυαλό μας από τις σκέψεις. Αύριο είναι μεγάλη μέρα και έχουμε υπερένταση.
Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014-
Η ημέρα του απόπλου
08.30 Ξυπνάω, ακούω απ’έξω ομιλίες, τον ήχο πανιού που κατεβαίνει και ανοίγω τα μάτια μου. Ο Γιώργος λέει
– “Ολα καλά, δεν βλέπω σκίσιμο. Τα μαύρα σημάδια έγιναν απ’ το χτύπημα του πανιού πάνω στα συρματόσχοινα”.
Σε χρόνο μηδέν ντύνομαι και βγαίνω εξω. Η μέρα είναι υπέροχη, ο ουρανός καταγάλανος, ο ήλιος λάμπει ζεστός και άνεμος μηδέν. Απόλυτη άπνοια. Τί τύχη! Τα αγόρια έχουν κατεβάσει την μαίστρα.
–“Καλημέρα καπετάνισσα! Κοιμάσαι και η τύχη σου δουλεύει” λέει ο Γιώργος όλο κέφι. ¨Ολα καλά, έλα να ρίξεις και εσύ μια ματιά”.
Κοιτάζω προσεκτικά την μαίστρα και δεν βλέπω κάποια σοβαρή φθορά. Ανεβάζουμε το πανί και χαίρομαι γιατί ο Γιάννης βοηθάει πολύ με την μανέλα. Όταν τελειώνουμε με το πανί, ανεβάζουμε το Γιώργο στο κατάρτι – με την μανέλα πάλι. Εκείνος, για να προστατέψει την μαίστρα, τυλίγει τους σταυρούς με ρολλό φυσαλλίδας, ενισχύοντας περισσότερο τις άκρες τους. Σίγουρα θα υπάρχει κάποιος πιο επιστημονικός τρόπος από το ρολλό αλλά και αυτό καλά δούλεψε, ως τώρα. Η δουλειά τελειώνει και τον κατεβάζουμε σιγά σιγά στο ντεκ. Ερχεται πίσω στο κοκπιτ και καθόμαστε όλοι παρέα να οργανώσουμε το χρονοδιαγραμμα πριν τον απόπλου. Πριν περάσουν δυο λεπτά, έρχεται ο Peterαπό το σκάφος Exody.
-“Hey, Filizi” φωνάζει, “Έχετε δει οτι η αλυσίδα που συγκρατεί την πλωτή προβλήτα βρίσκει πάνω στο τιμόνι σας? Εμείς πάθαμε ζημιά….”
O Γιώργος δίνει ένα σάλτο και βγαίνει στην προβλήτα.
-“Βλέπω ένα άσπρο σημάδι στο τιμόνι” λέει ” Καρίνα, πέτα μου την μάσκα”.
Την φοράει και βουτάει για να δει. Έχω παγώσει! Το τιμόνι μας, το τιμονάκι μας που για να επισκευάσουμε ένα μικρό χτύπημα που είχε, βγάλαμε το σκάφος έξω πριν τρεις μήνες, στο καρνάγιο της Καλαμάτας,. Ο Γιώργος βγαίνει στην επιφάνεια, σκασμένος για αναπνοή
-“Εντάξει είναι!” λέει βγάζοντας τον αναπνευστήρα “Μια γρατζουνιά έχει μόνο”. Γυρνάει στον Peter “Έλα, πάμε στο δικό σου να δω και το δικό σου τιμόνι” του λέει και εκείνος δεν ξέρει πως να τον ευχαριστήσει. …
Η ώρα της εκκίνησης πλησιάζει. Ο Γιώργος πετάγεται μέχρι το γραφείο της μαρίνας να επιστρέψει τα κλειδιά, ο Γιάννης κι εγώ κάνουμε “προετοιμασία απόπλου”, ταχτοποιούμε δηλαδή όλα τα πράγματα μέσα στο σκάφος σε ασφαλείς θέσεις, ώστε να μην πέσουν όταν γείρουμε, ασφαλίζουμε τα φινιστρίνια κλπ.
Μετά από λίγα λεπτά, ο καπετάνιος μας επιστρέφει, ανάβουμε όργανα, μηχανή και λύνουμε κάβους. Έχουμε καθυστερήσει, κλασικά, και μπλέκουμε σε …traffic jam πηγαίνοντας προς την γραμμή εκκίνησης. Ίσως είμαστε οι τελευταίοι που την περνούν, μα τί σημασία έχει ?
Σήμερα ξεκινάμε για το μακρύτερο ταξίδι της ζωής μας και είναι γιορτή μεγάλη!
0 Comments