39.15° N, 8.30° E
7/9/2014 Carloforte, Isola di St Pietro, SW Sardenia
Κατά τις 6 το απόγευμα πλησιάζουμε το νησί του Αγ. Πέτρου και το λιμάνι του το Καρλοφόρτε, για το οποίο μας είχε μιλήσει ένας καπετάνιος στην Ίο, λίγους μήνες πρίν
Το στενό πέρασμα ανάμεσα στη Σαρδηνία και το νησί είναι γεμάτο κινδύνους για τη ναυσιπλοΐα (βλ. ύφαλος Mangiabarka = καραβοφάης ….). Πολύτιμο GPS ! Σκεφτόμαστε πάλι τους παλιούς ναυτικούς και τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν, τί ψυχή, τί τσαγανό είχαν οι άνθρωποι αυτοί! Το λιμάνι έχει τρείς μαρίνες – πράγμα καθόλου παράξενο καθώς η Σαρδηνία αν και αποκομμένη από την κεντρική ιταλική διοίκηση, είναι γεμάτη με μαρίνες για όλες τις τσέπες. Με τις οδηγίες του καπετάνιου μου που είχε μελετήσει τον ιταλικό πορτολάνο, είχα τηλεφωνήσει την προηγούμενη μέρα στην μαρίνα Sifredi, που βρίσκεται και πιο κοντά στο κέντρο του Καρλοφόρτε και, αν κατάλαβα καλά με τα λίγα ιταλικά μου, διαθέσιμη θέση υπάρχει και χρεώνουν 45 €/βραδιά με ρεύμα και νερό. Με το που μπαίνουμε στο λιμάνι πλησιάζει με χίλια ένα φουσκωτό και ο μάγκας πάνω σκάει χαμόγελο και λέει κάτι ακατάληπτο που καταλήγει σε marina… τάδε. Ρωτάμε την τιμή της και μας λέει 50€. Με χαμόγελα και χειρονομίες του λέμε “grazieeciao bello” και συνεχίζουμε προς την μαρίνα Sifredi. Καλώ το κανάλι τους στο VHF: όλα ΟΚ και μας περιμένουν.
Αμέσως μόλις δέσαμε, σβήσαμε μηχανή και όργανα, κατεβάσαμε τα ποδήλατα και ξεκινάμε να δούμε τον νέο αυτό τόπο. Η Περκάν από την άλλη, βγήκε λίγο στο ντόκο, έκανε τα “μπράβο της” και ξαναπήγε κάτω για να συνεχίσει τις ξάπλες.
Το όμορφο λιμάνι του Καρλοφόρτε προστατεύεται από τους καιρούς με ένα μεγάλο λιμενοβραχίονα και η μαρίνα μας, δεν είναι τίποτα παραπάνω από τον ίδιο τον ντόκο του λιμανιού, πλυμένο και περιποιημένο, με ρεύμα, νερό, wifi και μεγάλες γλάστρες που λειτουργούν και σαν διαχωριστικά από το δημόσιο χώρο. Ανάμεσά στις γλάστρες, μπλε πλεκτά σχοινιά πιασμένα με ανοξείδωτους κρίκους παίζουν το ρόλο μπάρας εισόδου-εξόδου.
Στην νότια άκρη, μια προέκταση με πλωτή προβλήτα δίνει στη μαρίνα το σχήμα του Π κεφαλαίου. Όλα απλά και καθαρά. Κάπως σαν μεγάλη μαρίνα Σκύρου, σκέφτομαι και γελώ με μένα την ίδια που όλα τα μετρώ με την Ελλάδα μέτρο μου. Κόσμος αρκετός περπατά τριγύρω, και οι περισσότεροι μοιάζουν να είναι ντόπιοι, Σεπτέμβριος βλέπεις.
Τα κτίρια του παραλιακού δρόμου, λίγο με τα χρώματά τους, λίγο με την κάπως ξεφτισμένη τους πρόσοψη μου θυμίζουν φωτογραφίες της Κούβας.
Πιο μέσα, βρίσκουμε στενά δρομάκια, διώροφα σπίτια, μαγαζιά και φυσικά την κεντρική πλατεία του χωριού. Σε μια γωνιά της, δίπλα στο παγωτατζίδικο, βλέπουμε στημένα μικρόφωνα και μεγάφωνα. Ρωτάμε το κορίτσι στα παγωτά: είμαστε τυχεροί το βράδυ έχει φιέστα! Γυρνάμε για λίγο στο Φιλίζι αφού ήρθε η ώρα για το φαγητό του «παιδιού», όμως η Περκάν δεν το ακουμπά. Θα σκέφτεται προφανώς “φτάσαμε σε λιμάνι και θέλετε να φάω πάλι κουλουράκια ξηρής τροφής? Αμ δε!” και έτσι όλοι νηστικοί, βγαίνουμε για βόλτα.
20.00 Τριγυρνάμε μέχρι που σκοτεινιάζει. Πεινασμένοι πολύ φτάνουμε στην πιτσαρία ΕΟS Pub, που μας σύστησε το κορίτσι της μαρίνας και βρίσκεται λίγο πέρα από το κέντρο του λιμανιού και διαλέγουμε να καθίσουμε έξω, στα τραπεζάκια πάνω στο δρόμο. Φαίνεται πως το μαγαζί μόλις έχει ανοίξει για βράδυ, ο σερβιτόρος στρώνει τα τραπέζια και κάτι οι πλαστικές καρέκλες, κάτι που είμαστε ολομόναχοι, δεν μου γεμίζει το μάτι. Όταν ανοίγουμε τον κατάλογο και βλέπουμε την τεράστια ποικιλία από πίτσες και τις απίστευτα χαμηλές τιμές, προχωράμε σε παραγγελία και ότι γίνει!. Στο μεταξύ το μαγαζί σιγά σιγά γεμίζει και μέχρι να έρθει η πίτσα μας δεν υπάρχει ούτε ένα τραπέζι ελεύθερο. Λογικό!
Είναι η καλύτερη πίτσα που έχουμε φάει μετά την θεϊκή Pizzeria Baffetto στη Ρώμη! Απλά τέλεια και όπως ακριβώς μας αρέσει: λεπτή, καλοψημένη με σωστή αναλογία σάλτσας και μυρωδάτη μοτσαρέλα! Το ίδιο πιστεύει και η Περκάν, η οποία δεν σταματά να βάζει ποδαράκι μια στο γόνατο του Γιώργου και μια στο δικό μου για μεζέ. Την ταΐζουμε διακριτικά, μια και στο διπλανό τραπέζι στο μεταξύ έχουν καθίσει δύο γυναίκες γύρω στα σαράντα. Λίγο η μπρεζάολα από την πίτσα του Γιώργου, λίγο η μοτσαρέλα από την δική μου, η Περκάν δίψασε και καθώς αναζητούσαμε καθαρό τασάκι να της βάλουμε νερό πιάσαμε την κουβέντα με τις διπλανές μας. Η βαριά προφορά της Σαρδηνίας είναι χαρακτηριστική και γεμάτη με ΟΥ. Οι κοπέλες είναι συμπαθέστατες , ενημερωμένες και μορφωμένες. Μας μιλούν με αγάπη για τον τόπο τους και τους όμορφους μοναχικούς χειμώνες στο νησί τους το ΚαρλΟΥφόρτε. Μετά μας είπαν για την ανεργία – η μια είναι άνεργη ναυτικός (!) που τώρα προσέχει μια ηλικιωμένη και για τους νέους του νησιού που φεύγουν μετανάστες. Και επειδή πιο πολύ από τις λέξεις, αξία έχει το φώς των ματιών, όταν μας ευχήθηκαν με τόση ειλικρινή ζεστασιά “καλό ταξίδι” ένιωσα πόσο ακριβά κοστίζει που δεν ξαναβρίσκουμε τους ωραίους ανθρώπους που συναντάμε στο ταξίδι μας. …
Η γιορτή του χωριού θα έχει ξεκινήσει και πάμε προς τα εκεί. Νιώθω τρομερά κουρασμένη και πιέζω τον εαυτό μου να περπατήσει. Ο Γιώργος από την άλλη που έχει μόνιμη “φαγούρα στις πατούσες” δεν τα χάνει κάτι τέτοια και άλλωστε είδαμε και το παγωτατζίδικο….. Η πλατεία είναι τετράγωνη και δεν είναι μεγάλη, έχει σε καθένα από τα τέσσερα σημεία της, ένα μεγάλο δέντρα με φύλλα σαν της μανόλιας και κορμό πλεγμένο τόσο περίτεχνα με ρίζες που μοιάζει με γλυπτό. Γύρω από κάθε δέντρο είναι το κυκλικό παρτέρι του, τριγυρισμένο σε όλο τη μήκος του από μεταλλικό παγκάκι. Η γιορτή έχει ανάψει για τα καλά, και στα τέσσερα κυκλικά παγκάκια κάθονται παππούδες με τις μαγκούρες τους, γιαγιάδες με τα εγγονάκια τους και όλοι μαζί παρακολουθούν τον κόσμο που χορεύει.
Η τετραμελής ορχήστρα είναι αξιοπρεπέστατη και στο κέντρο της πλατείας όλοι χορεύουν σχεδόν άψογα μια χορογραφία και φαίνεται να το απολαμβάνουν! Ετούτος ο χορός μοιάζει να είναι εξέλιξη ιστορικού χορού της γαλλικής αυλής. Σκέφτομαι πως από πάντα οι άνθρωποι έβρισκαν τρόπους να αγγίζονται, να επικοινωνούν σωματικά, χέρια πιασμένα ή μαντήλια μοσχομυριστά, να ακολουθούν τα ίδια βήματα, να ενώνουν τις καρδιές τους. Παρατηρούμε ένα γύρω τους κατοίκους του μικρού αυτού τόπου που όλοι φαίνεται πως γνωρίζονται, ετερόκλητοι άνθρωποι μιλούν μεταξύ τους, το νεαρό ζευγαράκι με ντύσιμο και επιδερμίδα βαμπίρ, ο γιγαντόσωμος τύπος με το σορτσάκι παραλλαγής που χορεύει ανάλαφρος σαν μπαλαρίνα, η γιαγιά ίδια Τζίντζερ Ρότζερς και πρωταγωνιστής της βραδιάς, ο κοτσονάτος τοπικός δάσκαλος χορού. Ξαφνιαζόμαστε όταν ακούμε την ιταλική βερσιόν στα ‘Παιδιά του Πειραιά” και καταλαβαίνουμε πως το ξέρουν όλοι. Μερακλώνω και εγώ η Πειραιώτισσα και ρίχνουμε ένα συρτάκι (κρυμμένοι πίσω σε μια γωνιά αφού δεν καλοξέρουμε να χορεύουμε)….
Η επόμενη μέρα ξεκινά νωρίς και με γοργούς ρυθμούς γεμίζουμε τα τάνκια με νερό, πλένουμε το σκάφος, συμπληρώνουμε πετρέλαιο και τέλος κουβαλάμε μπόλικες εξάδες εμφιαλωμένου νερού μαζί με άλλες προμήθειες από το σουπερμάρκετ. Εννοείται πως αγοράζουμε την σημαία της Σαρδηνίας με τους Τέσσερις Μαυριτανούς.
Το μέρος μας αρέσει πολύ, και παρ’ ότι το χρονοδιάγραμμά μας είναι σφιχτό, αποφασίζουμε πως μπορούμε να αποπλεύσουμε το απόγευμα, άλλωστε έχουμε μ΄όνο 200 μίλια μέχρι το Μαχόν της Μινόρκα, δηλαδή χονδρικά 40 ώρες.
Με τα ποδήλατα ξεκινάμε να δούμε λίγο τα ενδότερα περνώντας τον εξοχικό δρόμο. Σταματάμε για λίγο στο όμορφο νεκροταφείο και σχολιάζουμε πως το πιο όμορφο νεκροταφείο που έχουμε δει είναι αυτό της Τήνου με τα αγάλματα του Χαλεπά. Αχ Ελλαδίτσα….
Λίγο πιο κάτω βρίσκονται οι αλυκές, μια ρηχή λιμνοθάλασσα με χωράφια και λίγα σπιτάκια τριγύρω. Η μέρα είναι συννεφιασμένη ότι πρέπει για ποδηλατάδα. Μέσα στη λίμνη αρκετά φλαμίνγκο περπατούν με τον παράξενο βηματισμό τους, μα δυστυχώς είναι αρκετά μακριά για να τα παρατηρήσουμε και να τα φωτογραφήσουμε.
Κοιτάμε τα ρολόγια μας: ώρα για προετοιμασία απόπλου
0 Comments