21.30 Οι ήχοι των πανιών με ξυπνούν. Καλύτερα να πάω από τώρα για βάρδια για να κοιμηθεί ο καλός μου σκέφτομαι και φοράω το σωσίβιό και το φωτάκι κεφαλής. Στις 21.45 ο Γιώργος κατεβαίνει να ξεκουραστεί σχεδόν με το ζόρι μα μετά από μόλις τρία τέταρτα της ώρας ξαναβγαίνει. Ο Γιάννης ξυπνά φτιάχνει καφεδάκι και ανεβαίνει στο κόκπιτ. Κατεβαίνω να ξαπλώσω – μύλος οι βάρδιες σήμερα. Ξαπλωμένη στο κουνιστό μου κρεββάτι ακούω σαν μέσα σε όνειρο την δυνατή βροχή να χτυπάει το Φιλίζι.
23.30 Σηκώνομαι για βάρδια. Τα πάντα στο κόκπιτ είναι μούσκεμα μα ευτυχώς η βροχή σταμάτησε. Ο άνεμος έχει γυρίσει πιο νότιος και ο ουρανός έχει καθαρίσει.
Ώρες ύπνου
Καρίνα 4.15+1.00+1.00=6.15
Γιώργος 2.30+2.30+1.00=6.00
Γιάννης 3.00+3.00=6.00
Τρίτη 25 Νοεμβρίου – 7η ημέρα ταξιδιού
00.00 Από Captain’s Log Book: Γιορτή υποπλοιάρχου!! Ξαστεριά και ωραία ιστιοπλοία. Ένα λεπτό μετά τα μεσάνυχτα ο καλός μου και ο Γιάννης με αγκαλιάζουν και μου εύχονται για την γιορτή μου. Ποιός να μου τό’λεγε πως κάποτε θα βρίσκομαι στον ωκεανό τέτοια μέρα. Μετά από ένα τέταρτο της ώρας και με την πειθώ της εορτάζουσας ο Γιώργος κατεβαίνει να κοιμηθεί.
-“Εύκολο ταξίδεμα θα έχουμε απόψε” λέει ο Γιάννης κοιτάζοντας τον έναστρο ουρανό. Ο άνεμος πνέει ανατολικός νοτιοανατολικός και στοχεύουμε λίγο πιο βόρεια. Κοιτάζω τον χάρτη στο iPad
-“Ναι! Ένα εύκολο ταξίδι για Κούβα” λέω γελώντας.
02.00 Είναι μια υπέροχη μια μαγική βραδυά, το Φιλιζάκι ταξιδεύει σαν να πετά, εμείς ακούμε μουσική, ποίηση και κουβεντιάζουμε για την ευτυχία
04.00 Ο Γιώργος ξυπνάει και λέει πως ξεκουράστηκε. Μένουμε όλοι στο κόκπιτ για λίγη ώρα και συζητάμε για το ταξίδι μας. Μετά από λίγο κατεβαίνω να κοιμηθώ – η μάλλον με στέλνουν να κοιμηθώ. Μόλις γδύνομαι και ξαπλώνω στο κρεββατάκι που είναι ακόμα ζεστούλι από το σώμα του καλού μου, αντιλαμβάνομαι την κούραση μου. Νύστα ανίκητη βαραίνει τα βλέφαρά μου στο λεπτό….
07.30 – 7η ημέρα Ξημέρωσε? Τί ώρα είναι? Πετάγομαι απ΄το κρεββάτι, ψάχνω στα τυφλά για το κινητό ή το ρολόι μου. Νιώθω σαν να κοιμήθηκα 2 λεπτά μόνο. Εντάξει! Τί εντάξει δηλαδή, τέλεια είναι αφού κοιμήθηκα 3 ολόκληρες ώρες χωρίς διακοπή. Βγαίνω έξω και βρίσκω τον Γιώργο στο κόκπιτ με το βιβλίο των κόμπων. Με καλημερίζει και μου δείχνει στα δεξιά το καλάμι του ψαρέματος:
–“Λέω να φάμε ψαράκι σήμερα με τον Χάλεντ!” λέει γεμάτος αισιοδοξία. Κατεβαίνω, να φτιάξω καφέ ψιθυρίζοντας με λύπη ένα “κρίμα τα καημένα τα ψαράκια”. Με το που ξαναβγαίνω με το φλυτζάνι στο χέρι, η καστάνια κάνει δυνατά “τρρρρ” και το καλάμι λυγίζει. Ο ΓΙώργος να μαζεύει την πετονιά, αργά και προσεκτικά. Η πετονιά τυλίγεται και το αγκίστρι πλησιάζει:
–“Φύκια!” λέει απογοητευμένος. Ξεμπλέκει το κλωνάρι σκληρό κίτρινο φύκι sargasum από το αγκίστρι και το ξαναρίχνει στην θάλασσα.
-“Ωραία θα’ ναι να πιάσουμε ένα τονάκι ή ένα mahi mahi” λέει χαμογελαστός. Μετά από ένα μισάωρο του προτείνω να πάει να ξεκουραστεί και εκείνος κατεβαίνει χωρίς δεύτερη κουβέντα. Μένω μόνη στην αγαπημένη πρωινή βάρδια μου, παρέα με τα σύννεφα, τα κύματα και τα χελιδονόψαρα.
8.30 Το ταχύμετρο του σκάφους δείχνει οτι έχουμε διανύσει 800 μίλια ως τώρα. Το iPad δειχνει 820. Το πρώτο μετράει boat knots (με το προπελάκι κάτω από το σκάφος) ενώ το δεύτερο μετράει ταχύτητα SOG speed over grownd μέσα από το GPS. Στην μια μετά το μεσημέρι θα συμπληρωθούν έξι ολόκληρα εικοσιτετράωρα στον ωκεανό αλλά ημερολογιακά είναι η έβδομη μας μέρα. Επτά ημέρες στον Ατλαντικό και τα κύματά του παίζουν με την πρύμνη μας, τα χελιδονόψαρα παίζουν με τα κύματα, τα σύννεφα παίζουν με τον ήλιο. Ζεσταίνομαι, κάνει φοβερή ζέστη σήμερα – 25η Νοεμβρίου της Αγίας Αικατερίνης, σκέφτομαι και γελάω μόνη μου φωναχτά.
Τρρρρρρ. Η καστάνια κροταλίζει πάλι και το καλάμι τραβάει αλλά ξέρω καλά οτι αυτό το αδύναμο κροτάλισμα, είναι ή φύκια ή σακούλα. Μαζεύω την πετονιά, καθαρίζω τα φύκια από το αγκίστρι και σκέφτομαι τη παράξενη κατάστασή μου με το ψάρεμα: από τη μια θα λυπηθώ πολύ άν ένα ελεύθερο ψάρι του Ωκεανού σπαρταρήσει στο καλάμι μας, από την άλλη επειδή ξέρω πόσο θέλουν τα αγόρια να πιάσουν ένα ωραίο ψάρι και να το φάνε, τους βοηθάω έστω και με μισή καρδιά. Αμολάω την πετονιά και παρακολουθώ με το βλέμμα το αστραφτερό δόλωμα που απομακρύνεται. Μετά από λίγο, ξανά τρρρρρρρ πάλι και ξανά μαζεύω και πάλι είναι φύκια. Φτάνει λοιπόν, δεν ξαναρίχνω την πετονιά.
Μένω να κοιτάζω τα τεράστια κύματα, βουνά ολόκληρα που μας ακολουθούν και καταλαβαίνω γιατί εύχονται στους ταξιδευτές “May you have following seas”.
“Ελπίζει και πλέει. Πίσω αφήνει μόνο αφρό θαλάσσης 2-7-14 εν πλώ προς Πάρο, έγραψε ο αγαπημένος μας μοναχός Συμεών – το σημείωμα με τον στίχο του βρίσκεται πάνω από το chart table. Και εγώ, σε τί ελπίζω τώρα? Να είναι ο άνεμος μαζί μας. Να είναι ο Γιώργος υγιής. Να φτάσουμε στον προορισμό μας σώοι και ασφαλείς. Και να έχω το κεφάλι πάνω στους ώμους μου.
10.00 – 7η ημέρα Ο καπετάνιος μου ξυπνάει και του φτιάχνω καφέ. Ο άνεμος έχει πέσει στα 4 μποφώρ ανατολικός νοτιοανατολικός. Αλλάζουμε πλεύση, γυρνάμε τα πανιά δεξιά για δευτερόπριμα από τις 130° με πορεία στις 273°. Μετά από λίγο βγαίνει απ’την καμπίνα ο Γιάννης, φανερά αναστατωμένος:
-“Παιδιά είδα εφιάλτη, έναν πολύ ζωντανό εφιάλτη!” λέει . “Ήμουνα, λέει, μέσα σε μια εκκλησία και προσευχόμουν. Ξαφνικά, η εκκλησία άρχισε να τρέμει, να κουνιέται και από τους τοίχους να αναβλύζει νερό. Μετά από λίγο το νερό έγινε ποτάμι ορμητικό. Η εκκλησία ολοένα και πλημμύριζε. Προσπάθησα να βγω, να ξεφύγω, μα έξοδος δεν υπήρχε πουθενά. Ευτύχως εκείνη την στιγμή ξύπνησα…”
-“Όλα καλά κύριο Χάλεντ” λέει ο Γιώργος και βάζει το χέρι του πάνω από τον ώμο του Γιάννη. “Πέρασε τώρα!”
Ο Γιάννης περνάει το δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του, τινάζει το κεφάλι, ίσως για να διώξει το άσχημο όνειρο, σκάει ένα movie star χαμόγελο.
-“Λέω να φιάξω καφέ, ocean crossers, ενδιαφέρεται κανείς?” Ο καπετάνιος δεν λέει όχι και σε λίγο έρχονται δυο αχνιστά φλυτζάνια.
Στο μεταξύ πίσω μας έχει σταθεί ένα τεράστιο, απειλητικότατο, κατάμαυρο σύννεφο και μας σπρώχνει δυνατά, φυσώντας τον άνεμό του πάνω μας.
¨” Ούπς! κάνω εγώ δείχνοντάς το στα παιδιά. Μόλις το βλέπουν, λες και τους τσίμπησε μύγα, αρχίζουν να λένε -ταυτοχρόνως σαν πιτσιρίκια- για ένα σύννεφο που είδαν δυο βράδια πριν:
-“Ήταν που λες, κατάμαυρο και είχε σχήμα σαν γιγάντιος κάβουρας. Και όσο πιο κοντά ερχόταν, τόσο μεγαλύτερες έμοιαζαν οι δαγκάνες του.”λέει ο Γιάννης με μια ανάσα.
-“Αλήθεια ήταν ολόιδιο κάβουρας! Και έφερε μαζί του άνεμο δυνατό, ταξιδεύαμε πολύ γρήγορα, μα αυτό ακολουθούσε και λίγο-λίγο μας πρόφταινε και φαινόταν εντελώς τρομακτικό!” συμπληρώνει ο Γιώργος
-” Και τελικά τί έγινε. θα με σκάσετε!” λέω εγώ ξεφυσώντας
-“Τί να γίνει? Κάποια στιγμή έφτασε ακριβώς από πάνω μας και τότε … ο κάβουρας μας κατούρησε”
Ο Γιάννης πίνει μια γουλιά καφέ, χαλαρώνει στα μαξιλάρια και προσπαθεί να ξορκίσει τον εφιάλτη του.
-“Πάντως, το υγρό στοιχείο ότι και να είναι αυτό θάλασσα, λίμνη ή ποτάμι, ρουφάει την λύπη από τον άνθρωπο. Η θάλασσα γιατρεύει την ψυχή” λέει κοιτώντας τα χελιδονόψαρα να πηδάνε πάνω απ’τα κύματα.
Συμφωνώ. Και την γιατρεύει και την μαγεύει.
10.30 Αφήνω τα αγόρια να κουβεντιάζουν – έχω τόσα πολλά να κάνω και δεν ξέρω πώς θα προλάβω. Πρέπει να φιάξω το γλυκό, να μαγειρέψω, να επισκευάσω την θήκη του βιτζιρέλλου που σκίστηκε, να ράψω τον ιμάντα της πόρτας του χατς που κόπηκε, να ταχτοποιήσω την καμπίνα, να γεμίσ και μερικά μπουκάλια με νερό από τα 8λιτρα. Λίγο οι βάρδιες, λίγο τα γραψίματα, λίγο το κούνημα που τα κάνει όλα πιο πολύπλοκα, οι δουλειές μένουν πίσω. Και πρώτα πρέπει να πάρω τα email του ARC που τα αγόρια περιμένουν πως και πως! Το ρολόι μου δείχνει 10.30 το ρολόι του σκάφους 12.30. Πρέπει να έχουν αποσταλεί τα μειλ. Κάνω την σύνδεση, τα μηνύματα κατεβαίνουν, λέω στα αγόρια οτι είναι έτοιμοι και πάω στην κουζίνα για το γλυκό.
Βγάζω δυο μπωλ, τα μήλα, το ταψί, το μίξερ και προσπαθώ κάπως να τα στηρίζω όλα αυτά πάνω στον πάγκο ενώ το Φιλίζι κουνιέται ως γνωστόν σαν εκκρεμές. Ανάβω τον φούρνο, καθαρίζω τα μήλα και τα βάζω να καραμελώσουν με ζάχαρη και βούτυρο. Μετά σπάω τ’αυγά, ξεχωρίζω τ’ασπράδια από τους κρόκους και μόλις πιάνω το μίξερ για να χτυπήσω τ’ασπράδια, το μπωλ με τους κρόκους αναποδοφυρίζει! Ευτυχώς το προλαβαίνω στον αέρα και δεν χύνεται όλο. Ο Γιάννης έρχεται να βοηθήσει. Με τα πολλά, κουτσά στραβά, το γλυκό μπαίνει στον φούρνο. Κάνω την λάτζα, μαζεύω και βγαίνω έξω να πάρω αέρα. Κουνάει πάρα πολύ και ο άνεμος έχει πέσει εντελώς.
11.00 – Φύκια παντού! Τεράστιες παχύρευστες καφε-κίτρινες κηλίδες από φύκια σκεπάζουν την επιφάνεια του ωκεανού!. Αυτό είναι το SARGASSUM, το φύκι που έδωσε το όνομά του στην θάλασσα των Σαργασών, που βρίσκεται κοντά στο Τρίγωνο των Βερμούδων και είναι η μόνη θάλασσα που δεν περικλύεται από στεριά μα από ωκεανό. Αυτά τα φύκια ζούν και αναπαράγονται στην επιφάνεια των τροπικών θαλασσών, μάλιστα υπάρχει και ένα ψαράκι το sargassumfish που ζεί μέσα τους – μοιάζει πιο πολύ με φύκι παρά με ψάρι – και δεν κάνει τίποτα άλλο παρά διασχίζει ωκεανούς κρυμμένο ανάμεσα στα κλαδιά παραφυλώντας για το θήραμά του
Μένουν ακόμη 1.252 ναυτικά μίλια ως την St Lucia – διανύσαμε 152ΝΜ μέσα στις τελευταίες 24 ώρες. Ο άνεμος έχει πέσει, 4 μποφώρ ανατολικός, μα το κύμα είναι τεράστιο και το Φιλίζι χτυπιέται σαν καρυδότσουφλο.
Ο Γιώργος βάζει μπρος την μηχανή και αμέσως αντιλαμβάνεται κάτι διαφορετικό έναν κραδασμό. Την σβήνει αμέσως μα ο κραδασμός συνεχίζεται και είναι πολύ έντονος. Προσπαθούμε να εντοπίσουμε από πού προέρχεται, και καταλήγουμε πως πρέπει να είναι ο άξονας.
-“Πρέπει να έχουν μπλεχτεί φύκια στην προπέλα” λέει ο Γιώργος. Στρίβει το τιμόνι, κάνει κάποιους ελιγμούς και μόλις η ταχύτητα πέφτει κάτω από 3 κόμβους, γυρνά τον λεβιέ ανάποδα και μπλοκάρει τον άξονα. Ο κραδασμός σταματά.
-“Ησυχάσαμε προς το παρόν ” λέει ο Γιώργος σκεπτικός. Το αεράκι φρεσκάρι κάπως. Ευτυχώς γιατί θα γινόμασταν φραπέ .
13.00 16°00Ν 039° 26W – 7η ημέρα Στο μεταξύ η μηλόπιτα ψήνεται και μοσχοβολάει. Ο Γιάννης προσφέρεται να μαγειρέψει μακαρονάδα αγιορίτικη με φρέσκια ντομάτα και βασιλικό οπότε κατεβαίνουμε παρέα στην κουζίνα. Του δίνω τα απαραίτητα υλικά για την συνταγή του και μετά ετοιμάζω γκουακαμόλε με ένα από τα υπερμεγέθη αβοκάντο της La Gomera που μόλις ωρίμασε. Μετά κάνουμε ντουσάκια εναλλάξ και μάλιστα τα αγόρια, προς τιμής εμού της εορτάζουσας ξυρίζονται. Είμαι μια πολύ τυχερή Κατερίνα σήμερα!!! Ανοίγουμε ένα μπουκάλι λευκό κρασί και τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας την ώρα που συμπληρώνεται επισήμως η πρώτη εβδομάδα μας στον ωκεανό και ξεκινά η δεύτερη. Τρώμε με απόλαυση, η μακαρονάδα είναι σπουδαία και βάζουμε όλοι δεύτερο πιάτο. Η Περκάν που έχει φάει παριζάκι με μακαρόνια σαν εορταστικό κέρασμα, έχει ξαπλώσει ευτυχής κάτω από το τραπέζι με το κεφαλάκι της ακουμπισμένο στα πόδια μου. Μετά το φαγητό φέρνω την μηλόπιτα που έχει βγεί εντελώς στραπατσαρισμένη. Τα αγόρια την δοκιμάζουν με επιφύλαξη και είναι ευγενέστατοι στα σχόλιά τους:
–“Μπράβο, είναι νοστιμότατη”, ‘
-“Την επόμενη φορά θα τα καταφέρεις καλύτερα” και άλλα ωραία…
14.00 Φάγαμε, ήπιαμε, γλεντήσαμε και ήρθε η ώρα για δουλειά. Πλένουμε τα άπειρα πιατικά μαζί με τον Γιάννη, και μετά βάζουμε μέσα το ασύμμετρο να μην το φθείρει ο ήλιος, βγάζουμε και ταχτοποιούμε τις σκότες του και γυρνάμε τα πανιά από πεταλούδα σε δευτερόπριμα. Μετά. όσο εγώ παίρνω δείγμα νερού για το Marine Microplastics, ο καπετάνιος αναλαμβάνει και γεμίζει τα μπουκάλια νερού του 1,5 lt από τα 8-λιτρα, δουλειά που –λόγω του κουνήματος- χρειάζεται δύναμη, υπομονή και … χιούμορ. Ο Γιάννης κατεβαίνει να ξαπλώσει.
18.00 Συνεχίζουμε την πλεύση μας δευτερόπριμα και ο άνεμος φαίνεται να δυναμώνει. Ο καλός μου κι εγώ, καθισμένοι δίπλα – δίπλα πίσω από το τιμόνι θαυμάζουμε αμίλητοι το θαύμα του δειλινού. Πέρα απ’ την πλώρη μας είναι η δύση με τα μεγαλειώδη χρώματα και σύννεφά που στάζουν χρυσό και ματζέντα. Πίσω απ’ την πρύμνη αναδύεται η βελούδινη υποψία της νύχτας, και πιο κεί δυο μελανά καταιγιδοφόρα σύννεφα υψώνονται γιγάντια και η βροχή τους ζωγραφίζει δυο μαύρες κυλίδες στην θάλασσα. Ένα εφήμερο πρίσμα ουράνιου τόξου αχνοφαίνεται στα νοτιοδυτικά. Τα λεπτά περνούν, η ζωγραφιά αλλάζει, ο χρόνος τώρα μετριέται με χρώμα και εμείς το μόνο που μπορούμε είναι να ανοίξουμε διάπλατα τα μάτια και το μυαλό για να χωρέσει, να κρατήσει αυτές τις στιγμές. Η ζωγραφιά σκουραίνει. Σκοτεινιάζει.
-“Πήγαινε να ξεκουραστείς μωρό μου” λέει ο καλός μου σε λίγο και εγώ είμαι πολύ κουρασμένη για να φέρω αντίρρηση.
20.30 Κοιμήθηκα με το που ακούμπησα στο κρεββάτι και πετάχτηκα όρθια με το που άνοιξα τα μάτια μου. Δύο ώρες ύπνος βαθύς και συνήλθα. Βγαίνω έξω στο κόκπιτ την ώρα που το ελάχιστο φεγγαράκι δύει. Ο Γιώργος χαίρεται που με βλέπει:
-“Θέλω να γυρίσουμε τα πανιά σε πεταλούδα” μου λέει
-“Εδώ είμαι εγώ για ότι χρειάζεσαι, κάπταιν. Φρεσκότατη!” απαντώ φορώντας τα γάντια μου.
Γυρνάμε την τζένοα από δεξιά. Ο άνεμος συνεχίζει Α-ΝΑ 5 μποφώρ αλλά αρκετά ασταθής. Ο καλός μου κατεβαίνει να κοιμηθεί.
21.45 – 7η ημέρα Μένω μόνη στην βάρδια πλέοντας στις 290° με δυνατό κούνημα. Ταξιδεύουμε με 6 – 6,5 kts αλλά όταν πλησιάζουν σύννεφα ο άνεμος δυναμώνει και η ταχύτητά μας αυξάνεται. Μέσα στην επόμενη ώρα συναπαντώ τρία σύννεφα και τρώω τρείς φορές βροχή. Το πρώτο μας πάει με 8 kts στις 330°, το δεύτερο με 7,5kts στις 270° και το τρίτο με 7kts στις 300°. Στέκομαι όρθια στο τιμόνι με το Aquarelles των Moa Bones να παίζει στα ακουστικά ξανά. Τα σύννεφα κρύβουν τ’αστέρια και φέρνουν βαθύ σκοτάδι και δυνατές ριπές ανέμου. Αρχίζω να νιώθω περίεργα, άβολα, και μια ανατριχίλα διασχίζει το σώμα μου. Για να έρθω σε ισορροπία σκέφτομαι τον Γιώργο και όπως πάντα το κόλπο πιάνει. Κοιτάζω κάτω το μισοσκότεινο σκάφος και τον φαντάζομαι να κοιμάται γαλήνιος. Αχ και να μπορούσα να ξαπλώσω δίπλα του, μια ολόκληρη εβδομάδα κοιμόμαστε χώρια.
23.00 Ανάβει φως στην καμπίνα του Γιάννη και σε λίγο εμφανίζεται έξω
-“Volvo Ocean Race!” λέει γελώντας “Τί γίνεται καπετάνισσα, πετάμε?” Το ταχύμετρο δείχνει 8,5 kts. Του λέω για τα μπουρινάκια που μας σπρώχνουν.
-“Κυνηγώντας τα σύννεφα, λοιπόν!” λέει με κέφι και βάζει καφέ στο μπρίκι. Μετά από λίγο ανάβει το κόκκινο φωτάκι στην καμπίνα μας και βλέπω Γιώργο να φοράει το σωσίβιό του. Έρχεται στο κόκπιτ και χαίρομαι πολύ που τον έχω κοντά μου. Του διηγούμαι πώς πέρασε η βάρδια μου. Εκείνος λέει πως πρέπει να πάω να ξεκουραστώ και πως θα κάνουν βάρδια με τον Γιάννη . Τα βλέφαρά μου είναι βαριά, τα λόγια του γλυκά σαν μέλι.
Ώρες ύπνου Καρίνα 3.30+2.00=5.30 Γιώργος 3.30+0.45+2.00=6.15 Γιάννης 0.30+2.00+3.30=6.00
Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 8η ημέρα
00.00 Μπαίνω στην καμπίνα, βγάζω σωσίβιο και γάντια μα η Περκάν στήνεται μπροστά μου και με κοιτάζει επίμονα.
-“Πεινάς Περκανάκι μου?” την ρωτάω και απαντά γλύφοντας την μουσούδα με την ροζ γλωσσίτσα της. Της δίνω ένα κομμάτι παριζάκι και το κάνει μια μπουκιά αφού ΠΑΝΤΑ θέλει παριζάκι. Συνεχίζει να με κοιτάζει στα μάτια.
-“Θέλεις τα μπράβο σου?” την ρωτάω το αυτονόητο ελπίζοντας να μην θέλει και εκείνη γυρνά το βλέμμα προς την σκάλα: θέλει. Ξαναφοράω το σωσίβιό μου, της φοράω το δικό της και με το που την ανεβάζω, πηδάει έξω απ’ το κόκπιτ και προχωρά ακάθεκτη προς την πλώρη. Το σκάφος γέρνει, ο αέρας είναι δυνατός, το σκοτάδι πυκνό μα αυτή η υπέροχη σκυλίτσα για να μην λερώσει πάει ατρόμητη και πάλι στην πλώρη. Εγώ, δεμένη στο ρέλια με τον ιμάντα, ακολουθώ με τον φακό και της φωτίζω τον δρόμο και παρακολουθώ για άλλη μια φορά την τρομακτική προσπάθειά που κάνει για να ισορροπήσει. Ξεφυσάω με ανακούφιση μόλις …ξεμπερδεύει και γυρνάει κοντά μου. Με προσπερνά, πηδά μέσα στο κόκπιτ, στέκεται στο άνοιγμα του χατς γυρνάει και με κοιτάει σαν να λέει “Θα σε περιμένω πολλή ώρα? Άντε! Πάμε για ξάπλες” “
Την πιάνω αγκαλιά για να την κατεβάσω. “Αγάπη μου” της λέω τρυφερά και εκείνη μου απαντά με ένα “φιλί” στην μύτη. Μέσα στο σκάφος πια, ξαπλώνει και σφηνώνει τέλεια ανάμεσα στον σάκο του ασύμμετρου, που τον έχουμε ακουμπήσει στο πάτωμα, και στο ντουλάπι των τροφίμων.
Βγαίνω ξανά στο κόκπιτ και έτσι όπως κουβεντιάζουμε για την Περκάν, τα αγόρια λένε οτι έχουν πεινάσει και εγώ ως εορτάζουσα δεν μπορώ να μην τους περιποιηθώ! Ζεσταίνω τα μακαρόνια που έχουν περισσέψει, τρίβω παρμεζάνα, κόβω ψωμί και ένα κομμάτι μηλόπιτα που τώρα έχει σιροπιάσει και είναι πιο νόστιμη. Τους κάνω παρέα τρώγοντας λίγη μηλόπιτα και όταν πια τελειώνουν, κάνω την λάτζα part 2 και πηγαίνω για ύπνο τρέχοντας πια, μια ώρα και ένα τέταρτο αργότερα από το αρχικό πλάνο.
04.00 Ξυπνάω δυο-τρείς φορές μέσα στον ύπνο μου από τα βίαια τραντάγματα. Την πρώτη φορά, βλέπω την ώρα στο κινητό μου, 4πμ, σηκώνομαι και βγαίνω έξω.
-“Τί κάνεις εδώ τόσο νωρίς?”με ρωτάνε τα αγόρια
-“Μα, είναι ήδη τέσσερις” απαντάω.
-“Τρεις είναι” μου λένε γελώντας. Είδα φαίνεται ώρα Μιντέλο στο κινητό μου. Ξαναγυρνάω στο κρεββάτι, ξαπλώνω κάθετα και αποκοιμιέμαι. Στις 4.00 – την σωστή αυτή τη φορά – σηκώνομαι και ρίχνω ματιά στο κόκπιτ: ο Γιώργος είναι όρθιος στο τιμόνι, μουδάρει, ξεμουδάρει και ακούγεται σαν να ταξιδεύουμε πάρα πολύ γρήγορα πάνω σε τεράστια κύματα. Φοράω νιτσεράδα πάνω κάτω και βγαίνω έξω. Κάνει ζέστη.
-“Καλώς την” λέει ο Γιάννης.
-“Μωρό μου γιατί σηκώθηκες τόσο νωρίς? Δεν ήθελες να κοιμηθείς λίγο ακόμη?” λέει ο Γιώργος.
-“Μα ήρθα για να σε ξεκουράσω” του απαντάω και μέσα μου καμαρώνω και που αντέχει και που με νοιάζεται. Ο Γιάννης κατεβαίνει στην καμπίνα του και μένουμε μόνοι. Κουβεντιάζουμε για διάφορα και γελάμε πολύ. Ο άνεμος έχει δυναμώσει, φυσάει ένα γεμάτο 6άρι Α-ΝΑ και τα κύματα έχουν μεγαλώσει. Το ταχύμετρο δείχνει πάνω κάτω 7kts και η πεταλούδα μας βγάζει γύρω στις 15° πιο βόρεια από την πορεία μας.
-“Όσο κοιμόσουν φυσούσε γύρω στα 35kts, και έτσι μουδάραμε μαίστρα και τζένοα” μου λέει. Ορίμασε ο αλιγής, σκάφτομαι εγώ. Σε λίγο, κρατώντας πάντα την μαίστρα μουδαρισμένη, γυρνάμε τα πανιά μας για δευτερόπριμα, για να βελτιώσουμε την απόκλιση από την πορεία, αλλά δεν καταφέρνουμε τίποτα. Τελικά. μαζεύουμε το main εντελώς, μένουμε μόνο με την τζένοα χωρίς μούδα. Η πορεία μας τώτα είναι 278°-280°, ακριβώς ο στόχος μας και η ταχύτητά μας 6-7kts. Τέλεια! Ο Γιώργος μπαίνει μέσα και γράφει στο logbook τις ώρες ύπνου του πληρώματος. Είναι ευχαριστημένος γιατί όλοι κοιμηθήκαμε σχετικά καλά το προηγούμενο εικοσιτετράωρο. Σε λίγο πηγαίνει για ύπνο.
05.00 – 8η ημέρα Περνάω την βάρδια μου με το Aquarelles των Moa Bones στα ακουστικά και τα άστρα να φωτίζουν τα κύματα. Η καθησυχαστική προσμονή της καινούργια μέρας, η γνώριμη μονοτονία της πλεύσης και η αγαπημένη μουσική με χαλαρώνουν. Αναπνέω οξυγόνο και αλμύρα. Οι ώρες περνούν ήσυχα.
07.00 Χαράζει. Ο ουράνιος θόλος παίρνει διαδοχικά όλους τους τόνους του μπλέ, ραφ, γκρι, γαλάζιο, μωβ, λιλά και σε λίγο φοράει το φούξια της ανατολής. Όσο ο ήλιος ζωγραφίζει ξανά και ξανά τον ουρανό, ο άνεμος πλάθει την θάλασσα ασταμάτητα, φτιάχνει πτυχές, κορυφές, κορφούλες, αφρούς, φωσφορίσματα, αντανακλάσεις. σπρέυ, βουίζει πάνω από κύματα και κυματάκια, τραγουδά περνώντας μέσα από τα ξάρτια, τα σχοινιά, το κατάρτι που τον αψηφά. Ο μικρόκοσμός μου πλέει μέσα σε ήχους, χρώματα και απεραντοσύνη. Ο ήλιος ανατέλλει ανάμεσα σε σύννεφα και η όγδοη μέρα στον Ωκεανό ξημερώνει. Κι αυτός, ο Ωκεανός εραστής γοητευτικός και αδάμαστος, δυνατός και αξεπέραστος μια στιγμή σε χαιδολογά με γλυκά λικνίσματα, σχήματα και τόνους, την άλλη σε φοβίζει η όψη του, ο θυμός του, η απρόβλεπτη φύση του. Η αγκαλιά του ορθάνοιχτη, μαζί γλυκειά και άγρια μαζί. Σήμερα μου χαμογελά όμορφος, χτες βράδυ όμως…
Και πρώτη φορά σε ολόκληρη την ζωή μου αισθάνομαι τόσο ξεκάθαρα οτι βρίσκομαι πάνω στον πανέμορφο μπλε πλανήτη μας. Νιώθω μια γαλήνια χαρά και μεγάλη γλύκα να με πλυμμυρίζει. Καλά τα λέει ο Γιάννης, η θάλασσα ρουφάει τις λύπες, λειαίνει τις γωνίες, τις στρεβλές πορείες του μυαλού μας, πλένει, ξεπλένει, καθαρίζει, ξεκαθαρίζει δροσίζει ξαναγεννά και νιώθω να τα βλέπω όλα πρώτη μου φορά. Χαμογελώ μόνη μου για τις σκέψεις που κάνω και καταγράφω, όμως δεν παραξενεύομαι. Γιατί η σκέψη όλων μας όλες αυτές τις μέρες είναι πάντα εδώ, στο παρόν, στο τώρα, σε αυτό που ζούμε αυτή την στιγμή και όταν είμαστε μόνοι μας μοιάζει κάπως σαν ένας συνεχής βαθύς διαλογισμός.
08.30 – 8η ημέρα Το plotter μετράει την πορεία μας trip 946NM και αυτό είναι πια το μακρύτερο ταξίδι μας μέχρι τώρα. Φύκια sargassum παντού γύρω, κίτρινα, πράσινα, καφέ, κλωνάρια ολόκληρα που θυμίζουν ανθοδέσμες πεταμένες στο νερό μετά από μια Τελετή Τρικυμίας σ’ένα μακρινό ακρογιάλι. Η φαντασία μου έχει ξεφύγει, σκέφτομαι χαμογελώντας, θα πρέπει να’ ναι που η πλεύση είναι στρωτή αυτές τις ώρες.
09.00 -“Καλημέρα!” Ο Γιώργος βγαίνει στο κόκπιτ κρατώντας την γλάστρα με τον βασιλικό – χτες βράδυ που φυσούσε πολύ τον έβαλε μέσα στον νιπτήρα του μπάνιου για να μην ταλαιπωρείται. Ψάχνει και εντοπίζει το κατάλληλο σημείο για τα τον τοποθετήσει, ένα σημείο με άφθονο ήλιο χωρίς αέρα. Εκεί τον δένει. Το φυτό είναι φουντωτό καταπράσινο και με τίποτα του δεν φαίνεται οτι έχει περάσει 4 μήνες και 3.800 ναυτικά μίλια ταξίδι στην θάλασσα. Έρχεται κοντά μου, με φιλά και μοσχοβολά βασιλικό. Καθόμαστε παρέα και στις 9.30 κατεβαίνω να κοιμηθώ. Πρέπει να κρατάω δυνάμεις, να ξεκουράζομαι σε κάθε δυνατή ευκαιρία. Αποκοιμιέμαι αμέσως.
10.00 – 8η ημέρα 15°45 20 Ν 041°5120 W Captain’s Logbook: Wind E-SE 4 – Moderate. Πεταλούδα (η μαίστρα αριστερά) ταχύτητα 6,5 kts. Μένουν 1.112 ΝΜ. Ήλιος και σύννεφα
Ξυπνάω και ψάχνω στα τυφλά για το ρολόι μου: Μία παρά δέκα!!! Καταπληκτικό! Σηκώνομαι, παραπατώντας κουρασμένη αλλά χαρούμενη
-“Νίκησα, νίκησα!” λέω στα παιδιά, ανεβαίνοντας τα σκαλιά “Κοιμήθηκα τεσσεράμιση ώρες σερί !” συνεχίζω με έμφαση γιατί ο Γιάννης κάθε μέρα μου λέει πως κοιμάμαι πολύ λίγο και δεν μου κάνει καλό.
-“Ποιές τεσσεράμιση ώρες?” λέει ο Γιώργος “Είδες ανάποδα τους δείκτες, μωρό μου, η ώρα είναι 10.10, ούτε μισή ώρα δεν κοιμήθηκες!”. Θα πρέπει να πήρα πολύ λυπημένο ύφος γιατί με πλησιάζει και με παίρνει αγκαλιά
-“΄Έλα, πήγαινε να κοιμηθείς” μου λέει γλυκά μα εγώ νιώθω πως έχω χάσει πια τον ύπνο μου και ξαπλώνω απέναντι, στο μαξιλάρι του κόκπιτ.
–‘Κάτσε τότε ν’ακούσεις την συνέχεια” λέει ο Γιάννης “Άρχισα πριν λίγο το βιβλίο του Alain Bombard “Εθελοντής Ναυαγός”, που διηγείται την πραγματική ιστορία του. Στην αρχή του βιβλίου μάθαμε οτι ο Bombard, γιατρός, βιολόγος συγκλονίστηκε όταν στο νοσοκομείο που δούλευε έφεραν τα θύματα ενός πολύνεκρου ναυαγίου. Απορώντας γιατί οι περισσότεροι ναυαγοί είχαν πεθάνει μέσα σε μόλις τρείς μόλις ημέρες, υποστηρίζει οτι στα περισσότερα ναυάγια οι τρομακτικές απώλειες ζωής οφείλονται βασικά στον φόβο του θανάτου και την παραίτηση από κάθε προσπάθεια επιβίωσης. Σκέφτηκε πως ο ωκεανός είναι γεμάτος ζωή, γεμάτος ψάρια για τροφή και βροχή για νερό, άρα γιατί να χάνονται τόσες ζωές? Για να αποδείξει πως ο άνθρωπος μπορεί να επιζήσει μέσα στον ωκεανό για πολύ καιρό, να σώσει τους μελλοντικούς ναυαγούς και μάλλον από μεγάλη προσωπική τρέλλα, βάζει στο μυαλό του την ιδέα να αποπλεύσει από την Γαλλία με ένα φουσκωτό λαστιχένιο βαρκάκι με ένα πανί, χωρίς τροφή και χωρίς νερό με προορισμό τα Κανάρια και μετά την Καραιβική!!! Θεοπάλαβος ο τύπος!
Αποφασίζουμε να συνεχίσουμε το διάβασμα εναλλάξ -“Επιτέλους ένα Audiobook” λέει ο Γιώργος. Ο Γιάννης συνεχίζει το διάβασμα και εγώ κρυφοπίνω από τον καφέ του. Μετά φέρνω την σακοράφα και μεταξωτή κλωστή και ράβω τις σκισμένες πλαστικές θήκες με τις μανέλες – δουλειά μιας ώρας.
12.30 Το “audiobook” έχει πολύ ενδιαφέρον και μας έχει απορροφήσει ευχάριστα, Αφού διαβάζουμε και οι τρείς, κάνουμε διάλειμμα για να πάρουμε τα email. Ο καιρός θα παραμείνει ίδιος σήμερα και το βράδυ ο άνεμος περιμένουμε να δυναμώσει περισσότερο. Με την κατάταξη πάμε καλύτερα – πράγμα λογικό αφού τώρα φυσάει και το Φιλίζι πήρε φόρα. Βαρύ το Φιλιζάκι, είναι φορτωμένο πολύ σαν σπίτι κανονικό που είναι.
Ετοιμάζω σαλάτα με μαρούλι, καρότο και καλαμπόκι και σάλτσα με μανιτάρια με κρέμα γάλακτος για να φάμε τα υπόλοιπα μακαρόνια. Ο Γιώργος τρίβει παρμεζάνα και γεμίζει ένα σακούλι τροφίμων. Την ώρα που πάει να το βάλει στο ψυγείο, ένα κύμα κουνάει το σκάφος απότομα και το μισό τυρί χύνεται πάνω σ’ όλα τα άπειρα στοιβαγμένα τρόφιμα.
– “Οχι!!!” φωνάζει εκείνος
– “Αμαν” λέω εγώ που ξέρω πως σε μένα πέφτει ο κλήρος να αδειάσω το ψυγείο για να το καθαρίσω – ζόρικη αγγαρία. Και μαζί με τον χρόνο μου θα χαθεί πολλή και πολύτιμη ψύξη. Τί να γίνει όμως, δεν θα χαλάσουμε ούτε το κέφι ούτε την όρεξή μας πάντως. Στρώνουμε τραπέζι και καθόμαστε για φαγητό.
02.00 – 8η ημέρα
-“Να ξέρετε πως το σημερινό μας γεύμα το φάγαμε στο μέσον του Ατλαντικού MID ATLANTIC! Είμαστε στην μέση του ταξιδιού μας” ανακοινώνει ο Γιώργος. Χαλαρώνουμε όλοι στα μαξιλάρια και τα αγόρια κουβεντιάζουν για τον Bombard και το βιβλίο. Τα μάτια μου κλείνουν με τον λήθαργο του φαγητού, αλλά οι μύες μου συνεχίζουν να δουλεύουν για κρατηθώ στο κάθισμα ακόμα και ξαπλωμένη. Γελάω από μέσα μου: είναι μάταιο: στιγμή απόλυτης χαλάρωσης μέσα στον ωκεανό δεν υπάρχει. “Αντε σήκω! Η δουλειά κάνει τον άντρα” λέω πάλι από μέσα μου, παίρνω βαθιά ανάσα, σηκώνομαι, μαζεύω τα πιάτα και κατεβαίνω να κάνω την λάτζα και να καθαρίσω το ψυγείο.
-“Να σε παίξω ένα ταβλάκι? ακούω τον Γιάννη να λέει και ο καλός μου κατεβαίνει με την μια για να το φέρει. Στρώνουν το αντιολισθητικό στο τραπέζι, πάνε μετά να στήσουν και τα πούλια για “Φεύγα” παιχνίδι όμως αυτά τσουλάνε μια από δω, μια από κει, μαζί με τα κύματα. Τους πιάνουν τα γέλια, η ιδέα ήταν αστεία! Ευτυχώς για μένα, γιατί έτσι αρχίζουν την ανάγνωση του …”audiobook” και το πλύσιμο γίνεται πιο ευχάριστο. Τελειώνω όσο πιο γρήγορα μπορώ και βγαίνω στο κόκπιτ ν’ ακούσω την συνέχεια. Ο Γιάννης διαβάζει ωραία και απολαμβάνουμε. Ο καπετάνιος μισοξαπλώνει στο μαξιλάρι και δένει τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι.
“Μπράβο Χάλεντ, είχες σπουδαία ιδέα με τον Bombard!. Ακούγεται τρελλό αλλά αυτό είναι το πρώτο …”εξωσχολικό” βιβλίο που διαβάζω μετά από τρείς μήνες. Με την προετοιμασία του ταξιδιού βλέπεις, δεν είχα χρόνο παρά μόνο για βιβλία σχετικά το πέρασμα” λέει και κλείνει τα μάτια.
17.00 – Τετάρτη 26/11/14 – 8η ημέρα Ο άνεμος μας ταξιδεύει υπέροχα με 7- 7,5 kts, με τα πανιά πεταλούδα και την μαίστρα σε 2η μούδα. Καθισμένοι αναπαυτικά στα μαξιλάρια του κόκπιτ διαβάζουμε εναλλάξ το βιβλίο μας και το Φιλίζι ανεβοκατεβαίνει απαλά πάνω στα κύματα. Σε ένα διάλειμα της ανάγνωσης, κατεβαίνω να φέρω ένα μπουκάλι νερό και εκείνη ακριβώς την στιγμή η καστάνια του καλαμιού αρχίζει να κροταλίζει με δύναμη ΤΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ Αυτή τη φορά, ο ήχος είναι αλλιώτικος, το αγκίστρι τραβάει με δύναμη μεγάλη.
“Τσίμπησε ψάρι!” φωνάζει ο Γιώργος.
Συναγερμός! Παίρνω τον γάτζο του ψαρέματος από την αποθήκη και βγαίνω γρήγορα έξω. Ο Γιώργος είναι ήδη στο καλάμι και μαζεύει προσεκτικά την πετονιά. Μετά από κάποια λεπτά, όταν το αγκίστρι έχει πια φτάσει λίγα μέτρα από την πρύμνη, μια αντανάκλαση από μπλέ – τυρκουάζ χρώμα αστράφτει κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
– “Τί είναι;” ρωτάει ο Γιάννης μα κανείς μας δεν ξέρει να απαντήσει ακόμα.
Ο Γιώργος μια μαζεύει την πετονιά, μια την αφήνει, και πάλι την μαζεύει, προσπαθώντας να κουράσει το ψάρι. Εκείνο αντιστέκεται δυνατά, μα η μάχη είναι για εκείνο χαμένη: μετά από δέκα λεπτά έχει εξαντληθεί. Γιώργος το τραβάει με τον ειδικό γάτζο και το φέρνει πάνω στο σκάφος. Το ψάρι έχει ρύγχος μακρύ και μυτερό σαν ξιφίας, εκτυφλωτικό μπλε-τυρκουάζ χρώμα, τεράστια μάτια και ένα μεγάλο μπλέ πτερύγιο σ’ όλο το μήκος της πλάτης του.
-“Χάλεντ πιάσαμε Blue Marlin! Το όνειρο κάθε ψαρά! ” λέει ο Γιώργος ενθουσιασμένος.
-“Το καημενάκι! Μήπως να το αφήσετε?” ψιθυρίζω εγώ.
-“Μήπως τρελλάθηκες εντελώς” απαντούν ταυτογχρόνως.
Το ψάρι σπαρταράει, το αίμα του γράφει μια κατακκόκινη γραμμή πάνω στο τυρκουάζ σώμα και σχηματίζει λιμνούλα κάτω στο τικ ντεκ Ο καπετάνιος αρπάζει γρήγορα το μαχαίρι και βάζει τέλος στο μαρτύριό του. Μέσα σ’ένα δευτερόλεπτο το λαμπρό χρώμα του χάνεται, γίνεται γκρί και μετά σχεδόν μαύρο.
-“Πάει” ψελίζω και το στομάχι μου σφίγγεται στην σκέψη πως το θαυμάσιο αυτό πλάσμα πριν λίγη ώρα κολυμπούσε ελεύθερο στον απέραντο ωκεανό. Από την άλλη οι συνταξιδιώτες μου είναι ενθουσιασμένοι και δεν θέλω να τους χαλάσω την διάθεση
“Πάω να φέρω το καντάρι να το ζυγίσουμε” λέω τάχα μ’ ενθουσιασμό και κατεβαίνω στην αποθήκη. Το ψάρι ζυγίζεται 11.5 κιλά και οι ψαράδες βγάζουν τις σχετικές φωτογραφίες. Τους αφήνω να οργανώσουν το ψάρι και πηγαίνω στην καμπίνα μας για siesta. πιστρέφω. Μετά από 45 λεπτά που ξαναβγαίνω, το κόκπιτ είναι πλυμένο και καθαρό και το blue marlin έχει φιλεταριστεί και παγώνει μέσα στο ψυγείο.
19.00 Φυσάει πολύ και συνεχίζουμε την γρήγορη πλέυση με την μαίστρα στην “δεύτερη μούδα” και την genoa ολόκληρη. Ο Γιάννης κατεβαίνει στην καμπίνα του για να πάρει δυνάμεις για την ολονύκτια βάρδια. Σκοτεινιάζει. Ο καπετάνιος και εγώ καθόμαστε στο κόκπιτ κουβεντιάζοντας. Αργότερα φέρνω την κιθάρα μου και μελετώ λίγο, τόσο όσο αντέχω με το κούνημα και το λιγοστό φως. Το φεγγαράκι απόψε έχει ένα φως απόκοσμο. Την μια στιγμή ρίχνει το μελαγχολικό του ασήμι στη θάλασσα, την άλλη κρύβεται πίσω απο τα σύννεφα και θάλασσα μοιάζει με μαύρο μετάξι.
22.30 – 8η ημέρα Δεν θέλω να αφήσω τον Γιώργο μόνο του μα πρέπει να ξεκουραστώ. Βγάζω σωσίβιο, ρούχα και ξαπλώνω στο κρεββάτι. Πλέουμε πολύ γρήγορα και κάθε ήχος της πλεύσης, κάθε τρίξιμο σχοινιού, κάθε τίναγμα του πανιού κάθε κύμα ακούγεται ξεκάθαρα και δυνατά στην καμπίνα.
Δεν ξέρω άν με πήρε καθόλου ο ύπνος γιατί τα μεσάνυχτα που σηκώνομαι πραγματικά σκουντουφλάω από την νύστα.
Ώρες ύπνου
Καρίνα 3.00+ 0.30+1.30=5.00
Γιώργος 3.00+1.00=4.00
Γιάννης 5.00+3.00=8.00
Πέμπτη 27 Νοεμβρίου – 9η ημέρα
00.00 Ζαλώνομαι το σωσίβιο και βγαίνω έξω νυσταγμένη μα το άγγιγμα του ανέμου στο πρόσωπό μου με αναζωογονεί. Ο καπετάν Γιώργος και ο Γιάννης είναι παρέα στο κόκπιτ. Έχει φρεσκάρει, ο άνεμος είναι γύρω στα 6 μποφώρ και παρ’ότι έχουν μουδάρει την μαίστρα στην 2η πάμε με 7,5 κόμβους. Οι άντρες πεινούν και κατεβαίνω στην κουζίνα να οργανώσω κάτι. Τους ετοιμάζω δυο πιάτα με πατάτες, τυρί, και κράκερς. Μετά το φαγητό με εντολή του καπετάνιου, μουδάρουμε εντελώς την μαίστρα και λίγο την τζένοα
-” Για να περάσει η νύχτα λίγο πιο χαλαρά” εξηγεί. Μετά κατεβαίνει ανάβει την γεννήτρια για φόρτιση των μπαταριών, μου λέει να την σβήσω σε μια ώρα και πάει για ύπνο.
Με την τζένοα μουδαρισμένη και το bimini μαζεμένο, η πλεύση ησυχάζει και η νύχτα γλυκαίνει. Δεν αντιστεκόμαστε στον πειρασμό με τον Γιάννη: φέρνουμε έξω τον mac και βάζουμε να δούμε ταινιάκι. Δυστυχώς, η μεταμεσονύκτια προβολή κάτω από τον έναστρο ουρανό και το ιδυλιακό φεγγαρόφωτο δεν κρατάει πολύ. Μετά από μισή ώρα, μας προφταίνει ένα μεγάλο σύννεφο φέρνοντάς μας τον αέρακαι την βροχή του. Μαζεύουμε στα γρήγορα το laptop, σηκώνουμε sprayhood ανοίγουμε την τέντα και μετά το ραντάρ για να παρακολουθούμε την κατάσταση. Μετά από 5 λεπτά ο άνεμος πέφτει και η βροχή σταματά.
02.30 Το επόμενο σύννεφο είναι τεράστιο και φέρνει ακόμα πιο δυνατό άνεμο. Το Φιλίζι επιταχύνει και γέρνει. Ο Γιώργος σηκώνεται στο λεπτό, μουδάρει την τζένοα και με μαλώνει που δεν προβλέψα αυτήν την εξέλιξη. Μετά ξαναπηγαίνει να ξαπλώσει. Εγώ φορώντας την νιτσεράδα και κουκούλα στέκομαι στο κόκπιτ να παρακολουθώ τα όργανα και την πυξίδα. Ο άνεμος μεταβάλλεται ασταμάτητα και μας βγάζει 30° πιο βόρεια από την πορεία μας. Ο Γιάννης είναι κάτω βλέποντας την συνέχεια της ταινίας αλλά έχει και τον νου του στο ραντάρ.
Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος και το φεγγάρι έχει από ώρα χαθεί. Στην κατασκότεινη νύχτα οι αισθήσεις μου εντείνονται. Το μόνο που βλέπω είναι τους λευκούς αφρούς και τα κύματα που σκάνε γύρω μας τους φωσφορισμούς του φυτοπλαγκτόν. τα φωτεινά όργανα εμπρός μου και το τραγούδι του ανέμου πίσω μου . Το κούνημα είναι πολύ έντονο και πάμε αργά 5,5 – 6.0.
Νυστάζω τρομερά, βάζω μουσική δυνατά στα ακουστικά και κάνω βόλτες γύρω απ’ το τραπέζι του κόκπιτ, για να κρατηθώ ξύπνια.
04.00 – 9η ημέρα – Πέμπτη 27/11 Η ώρα περνάει αργά, κρατιέμαι ξύπνια ισορροπώντας μια στο δεξί μια στο αριστερό πόδι. Πίσω μου σπάει ο αφρός από τεράστια κύματα και όλο και τσεκάρω τον κίτρινο ιμάντα που με κρατάει δεμένη με τον επίτονο. Η κούραση φέρνει ανησυχίες. Μέσα στην επόμενη ώρα ο άνεμος πέφτει ακόμη περισσότερο και ο ουρανός έχει καθαρίσει αρκετά. Ξεμουδάρω όλη την τζένοα και η ταχύτητα βελτιώνεται. Σε λίγο θα πρέπει να ανοίξω και την μαίστρα αλλά γι αυτό θα χρειαστώ βοήθεια γιατί τις το πανί έχει αρχίσει να κολλάει μέσα στο furling του καταρτιού και θέλει τράβηγμα – εγώ αυτό δεν το καταφέρνω. Κουβεντιάζουμε το θέμα με τον Γιάννη και αποφασίζουμε να αναβάλουμε το άνοιγμα της μαίστρας γιατί δεν θέλουμε να ξυπνήσουμε τον Γιώργο.
-“Αν δεν ξυπνήσει μόνος του ως τις έξι, θα του μιλήσω” λέω.
06.00 Δεν ξέρω πώς τα κατάφερα και κρατήθηκα ξύπνια ως τις 6 πμ και τότε πια πηγαίνω στην καμπίνα να μιλήσω στον Γιώργο.
-“Τί ώρα είναι μωρό μου?”, ρωτάει με νυσταγμένη βραχνή φωνή
– Έξι “, απαντώ
– “Έξι?!” Γιατί με άφησες να κοιμηθώ τόσο πολύ? Άκου εκεί έξι η ώρα!” λέει απότομα και προσπαθεί να ντυθεί γρήγορα χωρίς καλά καλά να έχει ξυπνήσει. Καταλαβαίνω το σκεπτικό του, όμως δεν έχω μετανιώσει και χωρίς άλλη κουβέντα πηγαίνω να φτιάξω καφέ. Μετά από μισή ώρα, και αφού ανοίγουμε μαζί την μαίστρα, πηγαίνω για ύπνο.
09.30 – 9η ημέρα Ξυπνάω με τον ήχο του βιτζιρέλλου. Το κρεββάτι κοπανιέται και κάνω προσπάθεια για να σηκωθώ . Έξω στο κόκπιτ, ο καπετάνιος είναι μόνος του.
“Καλημέρα!”
-“Καλώς το μου”
Το Φιλίζι με φούλ ιστιοφορία πετάει με 8kts πάνω στην φουρτουνιασμένη θάλασσα, κάτω απ’ τον βαρύ, συννεφιασμένο ουρανό. Φτιάχνω έναν κρύο decaf, παίρνω το σημειωματάριό μου, κάθομαι κοντά του να γράψω ημερολόγιο. Ένα σμήνος ασημί χελιδονόψαρα πετά πάνω απ’τα κύματα. Θαυμάζουμε την πτήση τους και αναρρωτιόμαστε πώς να αντιλαμβάνονται την είσοδό τους στον παράξενο κόσμο έξω απ’ το νερό. Ίσως ο κόσμος μας να τους φαίνεται τόσο τρομακτικός και αφιλόξενος όσο φαινόταν ο ωκεανός στους Ευρωπαίους πριν την Εποχή των Ανακαλύψεων (15ος-18ος αιώνας). Τότε που οι άνθρωποι πίστευαν πως πέρα απ’ τον Ισημερινό τα νερά κοχλάζουν ή πως στην θάλασσα καραδοκούν φοβερά τέρατα, σαν την φρικιαστική Κητώ ή την Χάρυβδη την γιγάντια ρουφήχτρα με το ανθρώπινο πρόσωπο που κατάπινε τα πλοία αύτανδρα.
-“Καλημέρα ocean crossers!” λέει ο Γιάννης βγάζοντας κεφαλάκι από το χατς. “Πήραμε μήπως τα email από το ARC?”
Έχει δίκιο, η ώρα είναι 10:10 δηλαδή UTC 12.10 οπότε θα έχουμε νέα. Κάνω τις συνδέσεις, όντας πάντοτε εντυπωσιασμένη με την ταχύτητα και την ευκολία επικοινωνίας και κατεβάζω τα μηνύματα. Μεταφέρω το μέιλ με την κατάταξη των σκαφών στο αρχείο word που έχω φτιάξει ώστε τα βλέπουμε με κατάταξη αποστασης και όχι αλφαβητική – όπως δηλαδή μας το στέλνουν. Έχουμε ανέβει μια θέση στην ομάδα Β που ανήκουμε και στην γενική βρισκόμαστε στην 32η από 49 σκάφη όλων των μεγεθών. Το περασμένο 24ωρο διασχίσαμε 151ΝΜ. Παρουσιάζω τα στοιχεία στα αγόρια. Ο καπετάνιος είναι ευχαριστημένος, δεν περίμενε οτι πάμε τόσο καλά.
– “Τί θα ‘λεγες να το γιορτάσουμε με λίγο sashimi blue marlin ?” λέει κοιτώντας τον Γιάννη.
– “Sashimi για breakfast? Καλή ιδέα! Καπετάνισσα, μήπως θέλεις και εσύ ένα πιατάκι?” ρωτάει ο Γιάννης
– “Βρε άντε!” απαντώ γελώντας. “Πρόσεξε μην λερώσεις την κουζίνα και βρωμάμε ψαρίλα” φωνάζω στον Γιώργο που είναι ήδη στην κουζίνα και φιλετάρει το ψάρι. Σε λίγο φέρνει δυο πιατάκια του φρούτου, το ένα με μικρά κομμάτια ψαριού μέσα σε χυμό λεμονιού και το άλλο με ψάρι σκέτο. Δίπλα ένα μικρό μπωλ με σάλτσα σόγιας και wasabi.
Σχόλια του τύπου “Το καλύτερο sashimi που έφαγα ποτέ” δίνουν και πέρνουν και σε ελαχιστα λεπτά τα πιάτα είναι άδεια
– “Αυτό είναι πρωινό” λέει ο καλός μου. “Για μεσημεριανό λέω να το κάνουμε ψητό μαζί με ρύζι basmati.”
– “Ωραία! Εγώ θα φάω ρύζι και σαλάτα.
11.00 – 15°30.00 Ν 044°27.40 W Άνεμος ανατολικός – νοτιοανατολικός 6 μποφώρ, συννεφιά και κύμα. Μένουν ακόμη 961 ναυτικά μίλια Ο Otto (σ.σ.”χαιδευτικό” του autopilot) δουλεύει ακάματα και ταξιδεύουμε με 6,5 kts μόνο με την genoa. Τακτοποιώ στα γρήγορα την κουζίνα και μαζευόμαστε στο κόκπιτ για να διαβάσουμε την συνέχεια του βιβλίου. Ξεκινά την ανάγνωση ο Γιάννης και μετά διαβάζουμε εκ περιτροπής. Γύρω στη μία το μεσημέρι τα μάτια μου βαραίνουν και, μετά από προτροπή του καπετάνιου, κατεβαίνω για ύπνο. Όπως συνήθως δυσκολεύομαι να βολευτώ στο κουνιστό μου κρεββάτι μα, τελικά η κούραση νικάει και αποκοιμιέμαι.
14.00- 9η ημέρα – 27/11/2014 Προσπαθώ να σηκωθώ, να βρώ το ρολόι μου και με πιάνουν τα γέλια γιατί από το κούνημα πέφτω και ξαναπέφτω, κωμωδία κανονική. Με την σκέψη πως πρέπει να μαγειρέψω το ρύζι, ανοίγω το ντουλάπι των τροφίμων: basmati γιόκ. Μπαίνω στην καμπίνα, ψάχνω όλη την καβάτζα τροφίμων, μετά στην άλλη καμπίνα αλλά basmati δεν βρίσκω μόνο καστανό ρύζι ή αγριόρυζο. Βγαίνω στο κόκπιτ, αναφέρω την κατάσταση στον καπετάνιο και ακούω τον γνωστό εξάψαλμο “σου τα΄λεγα εγώ ” και “τί τραβάω “Δεν χρειάζεται να αγοράσουμε basmati, έχουμε” έλεγες όπως και παλιότερα” Δεν χρειάζεται κονκασέ ντομάτας έχουμε” και μετά τέλος!”. Στο μεταξύ βάζω το ρύζι να βράσει και όταν ο καπετάνιος έχει πια ξεσπάσει και ηρεμήσει έρχεται να κόψει τα φιλέτα και να τα ψήσει στην ηλεκτρική ψησταριά και είναι αλήθεια πως στο ψήσιμο του ψαριού είναι expert σε επιστημονικό επίπεδο.
15.00 Και ενώ είμαστε όλοι μέσα στο σκάφος και προετοιμάζουμε το φαγητό, ξαφνικά μετά από τόσες μέρες απόλυτης σιωπής ακούγεται το VHF :
-“Filizi, Filizi, Filizi this is Froken 4 ”
Κοιταζόμαστε ξαφνιασμένοι. Ο Γιώργος πιάνει το ακουστικό και απαντά ενώ παράλληλα ανοίγει το AIS στο iPAD . Σε λίγο βλέπουμε πως πρόκειται για ένα σκάφος 52 πόδια που πλέει πέντε ναυτικά μίλια αριστερά μας.
– “Σας είδαμε στο AIS είσαστε το πρώτο σκάφος που συναντάμε μετά από μια εβδομάδα” συνεχίζει η φωνή στα αγγλικά με έντονη προφορά. Συνεχίζει να μιλάει με ενθουσιασμό. Μας λέει πως είναι έξι άτομα, όλοι Νορβηγοί, πως μας εντοπίσαν με τα κυάλια και ρωτάει τί εθνικότητας είμαστε καθώς έχουν βάλει στοίχηματα με επικρατούσα άποψη πως το Filizi είναι μάλλον ιταλικό όνομα. Όταν ο Γιώργος του απαντά πως είμαστε Έλληνες ο Νορβηγός ξαφνιάζεται. Το στοίχημα προφανώς δεν το κέρδισε κανείς.
Στρώνουμε το τραπέζι και σερβίρουμε το φαγητό. Ο Γιάννης που είναι λιτοδίαιτος άνθρωπος, μόλις βλέπει το πιάτο που του ετοίμασε ο Γιώργος διαμαρτύρεται:
– “Μου έβαλες πάρα πολύ ψάρι, δεν θα καταφέρω να το φάω όλο!” λέει
Σε λίγο όμως που αρχίζουν το φαγητό, αρχίζουν και οι αναστεναγμοι απόλαυσης, τα μμμ και τα ωωω και τα ¨Δεν έχω ξαναφάει τέτοιο ψάρι” και να ευλογάνε τα γένια τους για το ΚΑ-ΤΑ-ΠΛΗ-ΚΤΙΚΟ ψάρι που έπιασαν. Και τα πιάτα αδειάζουν εντελώς
Μαζεύουμε στα σβέλτα το τραπέζι, κάνω γρήγορα την λάτζα, βάζω γιαούρτι με σιρόπι βύσσινο σε τρία μπωλ παίρνουμε όλοι θέσεις και ο Γιώργος ξεκινά να διαβάζει την συνέχεια του βιβλίου του Bombard. Μετά από κάποια ώρα, τα βλέφαρα βαραίνουν, οι άντρες κατεβαίνουν για ύπνο και μένω για βάρδια με την κιθάρα μου για παρέα.
19.00 – 9η ημέρα – 27/11/2014 Ο καπετάν Γιώργος ξύπνησε και εμφανίζεται χαμογελαστός και φρέσκος με ένα πακέτο μπισκότα στο χέρι.
-“Όνειρο είναι εδώ έξω” λέει κοιτώντας τα χρώματα της νύχτας να απλώνονται γύρω μας. Τον ρωτάω άν θέλει τσάι με τα μπισκότα μα προτιμά καφέ και του φτιάχνω έναν ελληνικό. Παίζω κιθάρα, τραγουδώ το Ocean Winds, ένα τραγούδι που είχα γράψει στις Σπέτσες το Πάσχα του 2011, τότε που ακόμα το πέρασμα του Ατλαντικού ήταν για μας ένα τολμηρό όνειρο:
“Make your wildest dream come true
Most precious dream of all
Find a boatmate that you love and
Sail around the world
Boy! A lifetime is such a sort time
I know it for a fact
Now it’s time, we have to go
Be strong be fearless and be wise ’cause
Ocean winds
Wild or mild
Endless miles, seems unwise
Sail away into the blue
And we’ll make the passage with the
20.00 Κατεβαίνω για ύπνο στο λικνιστό μου κρεββάτι αλλά απόψε νιώθω “κάπως”. Ήχοι, τριξίματα, απότομα κουνήματα, δυνατά χτυπήματα της τζένοας, όλα μου φαίνονται αλλιώτικα, σαν κάτι να μήν πηγαίνει καλά. Σκέψεις άσχημες έρχονται στο μυαλό μου και μια ανησυχία έντονη και αναρρωτιέμαι από πού, ή μάλλον γιατί σκέφτομαι έτσι. Αυτό το χτύπημα του πανιού, το νιώθω σαν μια δοκιμασία για το Φιλίζι. Σιγά σιγά συγκεντρώνομαι στην αναπνοή μου και αδειάζω το μυαλό μου. Οταν ξανανοίγω τα μάτια η ώρα είναι 22.00. Φοράω σωσίβιο και φακό κεφαλής, παίρνω και τα γάντια μου και βγαίνω στο κόκπιτ , σκατζάρω τον Γιώργο και εκείνος κατεβαίνει να ξαπλώσει. Ο ουρανός έχει καθαρίσει και το όμορφο μισοφέγγαρο που φωτίζει την θάλασσα γαληνεύει την ψυχή μου. Στέκομαι πίσω από το τιμόνι δεμένη με τον ιμάντα στον επίτονο και κοιτάζω τα όργανα που μετρούν τον φαινόμενο άνεμο στους 12-15 kts – η μικρή καθησυχαστική απάτη του downwind… Σιγοτραγουδάω το Ocean Winds. Πίσω από την πρύμνη τα κύματα μοιάζουν βουνά.
Μισή ώρα μετά ο Γιώργος βγαίνει έξω. Δεν κατάφερε να ησυχάσει.
– “Δεν κοιμήθηκα καλά, με τόσους θορύβους. Όλα χτυπάνε απόψε. Και το μυαλό μου γεμάτο σκέψεις” λέει με βραχνή, σαν σβησμένη φωνή.
Δεν είναι παράξενο, σκέφτομαι. Η ανησυχία μεταδίδεται σαν ενέργεια απόψε στο Φιλίζι.
Μένουμε μαζί μέχρι τα μεσάνυχτα και μετά κατεβαίνω να ξεκουραστώ.
‘Ωρες ύπνου:
Καρίνα: 3.000+1.00+2.00=6.00
Γιώργος:5.00+1.00+0.30=6.30
Γιάννης:3.00+4.00=7.00
Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014 – 10 ημέρα
Είναι αλλιώτικη η νύχτα απόψε, ζεστή, φιλόξενη. Το φεγγάρι, δυο τέταρτα μεγάλο και λαμπρό σαν πανσέληνος, φωτίζει έναν ουρανό με ελάχιστα σύννεφα και τα τεράστια ωκεάνεια κύματα που ξέμειναν από τον δυνατό πρωινό άνεμο. Ο άνεμος, δυστυχώς μας τα χάλασε : έχει πέσει στα 10 kts, η ταχύτητά μας στα 5,5kts και το κούνημα είναι και πάλι πολί δυνατό. Τα πανιά είναι στημένα πεταλούδα δεξίνεμα.
04.00 – Ανοίγω τα μάτια μου, ανάβω το κόκκινο φωτάκι, ντύνομαι και φοράω το σωσίβιό μου, στον αυτόματο εντελώς, αφού καλά καλά δεν έχω ξυπνήσει. Έξω στο κόκπιτ ο Γιάννης κάνει βάρδια πίσω από το τιμόνι, ο καπετάνιος είναι δίπλα του ξάπλα και ο Otto μας ταξιδεύει. Το φεγγάρι έχει δύσει, μόνο τα αστέρια φωτίζουν την νύχτα. Ο καλός μου πηγαίνει στην καμπίνα να κοιμηθεί, Ο Γιάννης κατεβαίνει στο σαλόνι και βάζει ταινία στο laptop.
Κάθομαι πίσω από το τιμόνι και δένομαι με τον ιμάντα. Η τζένοα χτυπιέται δυνατά, γιατί αδειάζει από αέρα με το δυνατό κούνημα. Δίνω 4 μοίρες στον αυτόματο και νομίζω πως το πανί δουλεύει κάπως καλύτερα.
Ξαφνικά, αστράφτουν φωσφορισμοί σαν εκρήξεις πράσινου φωτός μέσα στα σκοτεινά νερά στα αριστερά. Μετά από λίγο ξανά στα δεξιά: κάποιο ψάρι μας τριγυρνάει. Θυμάμαι το βιβλίο που διαβάζουμε: ο Alain Bombard, που ξεκινώντας από την Μεσόγειο, διασχίζει τον Ατλαντικό με μια φουσκωτή βάρκα 2,5 μέτρων με ένα υποτυπώδες πανί, συναντώντας στην διαδρομή του γιγάντιες φάλαινες, δελφίνια, τόνους και ένα σωρό ψάρια. Αναρρωτιέμαι τί ψάρι να είναι αυτό κοντά μας.
06.00 – 10η ημέρα Ο Γιώργος σηκώνεται και έρχεται για βάρδια
-“Άντε, πήγαινε να ξαπλώσεις και έλα σε δυο ώρες, στις 8πμ να με αλλάξεις” μου λέει. Κατεβαίνω μα καθώς περνάω μπροστά από το chart table βλέπω το τετράδιό μου και έτσι κάθομαι να γράψω ημερολόγιο. Πριν το καταλάβω έχει περάσει μια ώρα. Τότε, τα μάτια μου κλείνουν και με κατευθύνουν προς το υπέροχο κρεββατάκι μου.
08.30 – Ξυπνάω φρέσκια, ξεκούραστη και σηκώνομαι με κέφι. Βρίσκω τον Γιάννη να βλέπει στο laptop μου την ταινία “Ο Θρύλος του 1900” που του έδωσα. Κοιτάζω με λαχτάρα την οθόνη – ευχαρίστως θα την ξαναέβλεπα – και βλέπω τους τίτλοι του τέλους
-“Σ΄άρεσε?” τον ρωτάω.
-“Πολύ! Και η μουσική ήταν υπέροχη! Κρίμα μόνο που τελειώνει έτσι” απαντάει ο Γιάννης. Βγαίνω στο έξω και βρίσκω τον καπετάν Γιώργο να σκουπίζει – τρελλά πράγματα συμβαίνουν σήμερα πρωί – πρωί! Το αεράκι έχει δυναμώσει, περίπου στα 5 μποφώρ και τα πανιά μας πεταλούδα είναι φουσκωμένα καλά. Το κούνημα έχει γλυκάνει.
-” Έκανα τον πρωινό έλεγχο πριν λίγο. Το προστατευτικό δέρμα που βάλαμε στην σκότα της τζένοας έχει φθαρεί, μα αντέχει ακόμα. Μικρή φθορά βλέπω και στα προστατευτικά των σταυρών – σε γενικές γραμμές είμαστε καλά. Επίσης, είμαι πεπεισμένος οτι ο κραδασμός οφείλεται σε φύκια sargasum που μπλεχτεί στον άξονα και την προπέλα μας. Για αυτό μόλις μπλόκαρα τον άξονα ο κραδασμός σταμάτησε”.
Μετά από την αναφορά ο καλός μου πηγαίνει για ύπνο. Ο Γιάννης έχει ήδη ξαπλώσει.
Η ημέρα σήμερα είναι εξαιρετικά λαμπερή, ο ουρανός είναι καθαρός και ο ωκεανός έχει ένα πιο γαλανό χρώμα – όμορφη αλλαγή μετά από δύο συννεφιασμένες μέρες. Ο ήλιος καίει. Πάω μέσα, φοράω το μαγιώ μου, φτιάχνω ένα decaf και ξαναγυρίζω στο πόστο μου με το σημειωματάριο στο χέρι. ΠΙάνω το στυλό και προσπαθώ να καταγράψω εικόνες και αισθήσεις και συνειδητοποιώ πόσο λίγες λέξεις γνωρίζω, πόσο δύσκολο μου είναι να περιγράψω το υπέροχο θέαμα που βλέπω, το κοίλο του ορίζοντα, τον τέλειο υγρό κύκλο που με περιβάλλει. Πίσω από την πρύμνη κύματα ψηλά σαν μικρά βουνά έρχονται κατά πάνω μας και όλο μας σπρώχνουν. Κοπάδια τα χελιδονόψαρα ξεπηδούν σαν αστραφτερές βολίδες μέσα από το νερό. Σήμερα δεν υπάρχουν θαλασσοπούλια γύρω, ίσως να πήγαν κάπου αλλού να κυνηγήσουν. Μόνο θάλασσα, κύμματα αφροί και χελιδονόψαρα.
10.00 – 10η ημέρα 28.11.2014 Ο καπετάνιος μου έρχεται έξω και με καλημερίζει, ζεστούλης ακόμη από τον ύπνο του και χαμογελαστός. Του φτιάχνω καφέ και κάθομαστε παρέα στο κόκπιτ απολαμβάνοντας την πλεύση. Μετά πάω μέσα για να συνδέσω το δορυφορικό με τον υπολογιστή– την γνωστή ρουτίνα δηλαδή. Τα μέιλ έρχονται, και με μια γρήγορη ματιά βλέπω πως το δελτίο προβλέπει ανέμους 17-22 kts στην περιοχή και πως ανεβήκαμε μια θέση στην κατάταξη από χτες. Βαρύ το Φιλιζάκι αλλά την μάχη του την δίνει και μάλιστα χωρίς να το πιέσουμε. Μένουν ακόμη 820 ΝΜ μέχρι τη Sant Lucia
– “Θα βάλω μούσλι με αμυγδαλόγαλα για πρωινό. Θέλεις?” ρωτάω τον καλό μου.
– “Μπα! Λέω να φτιάξω λίγο sashimi, για μένα και τον Χάλεντ!” απαντά εκείνος. Τρώω το πρωινό μου και τον παρακολουθώ που ψιλοκόβει το ψάρι, καθαρίζει τις ίνες και την πέτσα και ετοιμάζει τα δυο πιάτα σαν τα χτεσινά. Στο ένα σκέτα φιλέτα για να τα φάνε με σόγια και wasabe και στο δεύτερο πιάτο περιχύνει το sashimi με φρεσκοστυμένο χυμό λεμονιού. Ο Γιάννης, σαν να μυρίστικε οτι κάτι μαγειρεύεται εμφανίζεται αγουροξυπνημένος.
¨” Καλημέρα oceancrossers! Sashimακι κύριο Χάλεντ?” ρωτάει τον Γιώργο βλέποντας τα πιάτα.
-“Λίγο σασιμάκι για πρωινό, κύριο Χάλεντ. Πρωτείνη!” απαντά με κέφι ο καλός μου και ο φίλος που είναι πεινασμένος αναλαμβάνει με χαρά να ετοιμάσει το τραπέζι.
Τρώνε το ψάρι με επιφωνήματα θαυμασμού και απόλαυσης. Συγχρόνως άρχιζουν μικρή επίθεση:
-“Δεν γίνεται να μην δοκιμάσεις” και “είναι τρομερή υπερβολή να μην φας έστω και μια μπουκίτσα” και “κάνε μου την χάρη” και “μια μπουκιά να μου κάνεις το χατήρι” και τα λοιπά και τα λοιπά. Λίγο πριν αρχίσουν τα “είσαι κολλημένο άτομο” υποχωρώ και δοκιμάζω μια τόση δα μπουκιά. Και ντρέπομαι που το λέω, μα ενώ αυτές οι γεύσεις τίποτα θετικό δεν μου προσφέρουν πια (για να το θέσω ευγενικά) αυτό το καημενάκι το Blue Marlin δεν με ενόχλησε και ήταν καλό. Από την άλλη δεν μπορώ πια να δώ το ψάρι σαν φαγητό, προτιμώ να το βλέπω ελεύθερο και ζωντανό.
-“Πολύ νόστιμο, μπράβο” λέω και βλέποντας πόσο χαίρονται που επιβεβαιώνω την νοστιμιά του ψαριού τους, μου έρχεται στο μυαλό εκείνο το παλιό ανέκδοτο με τον τύπο που ναυαγεί σ’ ένα ερημονήσι μαζί με την Κλώντια Σήφερ. Όταν ο καλός μου πηγαίνει να μου δώσει δεύτερη μπουκιά τον αγριοκοίταω κάπως, οπότε το πηρούνι άλλαζει κατεύθυνση και μπαίνει στο δικό του στόμα. Είπαμε…
Μετά το πρωινό τα αγόρια κάθονται στο σαλόνι και μελετούν λεπτομερώς το δελτίο καιρού το οποίο έτσι όπως είναι γραμμένο μου φαίνεται σκέτη σπαζοκεφαλιά. Πόσο χαίρομαι που δεν χρειάζεται να το κάνω αυτό!
11.00 – 15° 0370Ν 046°53 40W Βγαίνω στο κόκπιτ και συνεχίζω με τις σημειώσεις μου ενώ το Φιλίζι πλέει με 5.5 knots πάνω στα κύματα με τα πανιά πεταλούδα, ανέγγιχτα για ώρες. Τα αγόρια έρχονται έξω. Ο καπετάνιος μας λέει να πάμε τα ρολόγια μας μια ώρα πίσω (UTC-3). Την επόμενη αλλαγή στα ρολόγια μας θα την κάνουμε στην Saint Lucia .
Ο Γιάννης αρχίζει να μας διαβάζει την συνέχεια του βιβλίου του Alain Bombard. Σελίδα την σελίδα το βιβλίο μας έχει αφήσει άφωνους. Ο “εθελοντής ναυαγός” μαζί με έναν σύντροφο, μετά από αρκετές δυκολίες ξεκινούν μ’ ένα φουσκωτό βαρκάκι, χωρίς τρόφιμα και χωρίς νερό, από το Μονακό με προορισμό την Καραιβική. Τις πρώτες μέρες πίνουν θαλασσινό νερό για να μην πάθει αφυδάτωση, αφού όπως υποστηρίζει ο άνθρωπος μπορεί να πιει “ως 750ml θαλασσινό νερό την ημέρα για έως τρείς ημέρες χωρίς το συκώτι του να κινδυνεύει” και προσπαθούν να ψαρέψουν με ότι μέσα διαθέτουν. Μετά από πολλή ταλαιπωρία φτάνουν στην Las Palmas στα Κανάρια Νησιά και εκεί ο συνεπιβάτης του τον εγκαταλείπει. Τώρα διασχίζει τον Ατλαντικό μόνος. Η ψυχική του δύναμη και το θάρρος του του μας έχουν αφήσει άφωνους. Τα τόσα βάσανα που περνά κάνουν το δικό μας ταξίδι να φαίνεται κρουαζιέρα. Ξαπλώνω αναπαυτικά στο μαξιλάρι και κοιτάζω τα φουσκωμένα μας πανιά. Το Φιλίζι πετάει. Είναι πράγματι μια υπέροχη κρουαζιέρα.
Διακοπή για μεσημεριανό φαγητό και το μενού δεν χωράει πολλή σκέψη: blue marlin τηγανητό ρύζι και σαλάτα.
16.00 – Ο καπετάνιος νύσταξε και πηγαίνει για ύπνο και μένουμε με τον Χάλεντ. Η πλεύση έχει γίνει τόσο ήρεμη, ούτε το κύμα νιώθουμε, ούτε τραμπαλιζόμαστε, απλά πλέουμε με 5,5 μίλια και για κάποιο λόγο ανεξήγητο το κύμα έχει σπάσει τόσο πολύ που νιώθουμε σαν να είμαστε μέσα σε τραίνο. Εντελώς ενθουσιασμένοι και απολύτως ξαφνιασμένοι από το σπάνιο αυτό δώρο της θάλασσας, βάζουμε μια ταινία και καθόμαστε έξω να την δούμε. Η ταινία μας απορροφά τόσο που ξεχνάω να σβήσω την γεννήτρια – 1,5 ώρα την άφησα, η ξεμυαλισμένη.
18.00 – 10η ημέρα Ο καπετάνιος ξυπνά, μας βρίσκει αραχτούς να βλέπουμε …θερινό σινεμά και νιώθω κάπως σαν να μας έπιασε στα πράσα να κουταλιάζουμε κρυφά το γλυκό. Η ταινία τελειώνει ευτυχώς και ο Γιάννης κατεβαίνει για ύπνο. Μένω με το αγόρι μου να βλέπουμε μαγεμένοι το πανέμορφο ηλιοβασίλεμα. Μόλις αρχίζει να σκοτεινιάζει το φεγγάρι κάνει την θάλασσα ασημένια. Μύρια αστέρια λάμπουν στον ασυννέφιαστο ουρανό και μοιάζουν τόσο κοντά απόψε, λες και ο ουρανός να έχει πλησιάσει στον ωκεανό. Αχ, τι νύχτα και αυτή! Το Φιλίζι πλέει σαν ακίνητο και ο άνεμος σταθερός. Τα πανιά μας δεν τα αγγίζουμε καθόλου Φέρνω την κιθάρα μου και παίζω με το φως του φεγγαριού.
21.00 – Πεινάσαμε. Κατεβαίνω στην κουζινα και μια μυρωδιά ψαρίλας μου τρυπάει τα ρουθούνια. Αυτό που φοβόμουν συνέβη: κάπου έχει πέσει κάποιο κομματάκι ψαριού και έχει βρωμήσει. Ας είναι. Σερβίρω κινόα με ρύζι και μόλις τελειώνουμε το φαγητό, αδειάζω την πιατοθήκε και την σαπουνίζω, ελπίζοντας πως κάπου εκεί θα έχει πέσει ψάρι. Αλλωστε τίποτα περισσότερο δεν μπορώ να κάνω απόψε, δεν έχω άλλες δυνάμεις. Στις 10μμ πέφτω στο κρεββάτι και κοιμάμαι βαθιά μέχρι τα μεσάνυχτα.
Ωρες ύπνου
Καρίνα: 4.00+1.30+2.00=7.30
Γιώργος: 2.00+1.30+2.00=5.30
Γιάννης: 3.00+3.00+2..00=8.00
0 Comments