36º94N 5º20 E Gibraltar, Puerto Deportivo Alacaidesa – La linea de Concepsion
Ευτυχώς, δύο ώρες αργότερα η μέρα έχει μεταμορφωθεί εντελώς. Ο ουρανός είναι καταγάλανος και ο ήλιος λάμπει. Ο Γιώργος κάνει μια βόλτα στην προβλήτα μας. Επιστρέφει και μου λέει ενθουσιασμένος
“Είναι καταπληκτικό! Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο θέαμα! Όλα τα σκάφη που βρίσκονται εδώ ή διέσχισαν τον ωκεανό για να έρθουν ή σκοπεύουν να το κάνουν. Είναι όλα εξοπλισμένα για μεγάλα ταξίδια. Δεν είδα ούτε ένα χωρίς solar panel η ανεμογεννήτρια ή wind vane. Λογικό, Γιβραλτάρ είναι αυτό. Τί άλλο να γυρεύει ένα σκάφος εδώ, εκτός από το να βγεί στον Ωκεανό?” Τον ακούω και ξανανιώθω δέος…
Εκτός από τον γιγάντιο, εντυπωσιακό βράχο, όλη η περιοχή είναι εντελώς επίπεδη, τέλεια για ποδήλατο. Ο παραλιακός δρόμος κινείται σημειωτόν, καθώς λίγο πιο κάτω είναι τα σύνορα Ισπανίας- Γιβραλτάρ (Αγγλία). Προσπερνώντας την ατέλειωτη ουρά μας πιάνει το μοναδικό κόκκινο φανάρι και μένω αποσβολωμένη βλέποντας ένα αεροπλάνο να περνάει την διασταύρωση με μεγάλη ταχύτητα και να απογειώνεται!!! Διασχίσαμε κάθετα τον αεροδιάδρομο και περάσαμε τα σύνορα, καβάλα πάντα στα ποδήλατα, δείχνοντας τα διαβατήριά μας στον φύλακα από μακριά. Τέλειο!
Στρίβουμε δεξιά προς τη θάλασσα να ρίξουμε μια ματιά στις εγγλέζικες μαρίνες. Πρώτα μπαίνουμε στην Ocean Village, μια πραγματική μικρή πολιτεία, με πολυτελή γυάλινα κτίρια διαμερισμάτων με θέα στον ωκεανό, εμπορικά κέντρα, γεμάτη με pub, beer pub, irish pub, ocean pub και εστιατόρια. Κάπου στο βάθος βρίσκονται οι προβλήτες με τα σκάφη. Μετά εξερευνούμε και την Queensway Marina – ώστε να έχουμε σφαιρική άποψη για την επόμενη φορά που θα βρεθούμε στα μέρη. Αυτή μοιάζει κάπως με την μαρίνα του Φλοίσβου.
Προχωράμε προς το κέντρο της πόλης. Μπροστά μας, ένας κόκκινος τηλεφωνικός θάλαμος, λονδρέζικο trade mark και ο Γιώργος σχολιάζει “Μικρά Αγγλία!”. Δεν αργούμε να εντοπίσουμε την Main Street, που πρέπει να είναι ο κεντρικός εμπορικός πεζόδρομος της παλιάς πόλης
. “Ευτυχώς είναι Κυριακή και τα μαγαζιά είναι κλειστά” λέει ο Γιώργος χαμογελώντας, όμως το χαμόγελό του παγώνει, αφού ανακαλύπτω το μοναδικό ανοιχτό μαγαζί και χάνομαι μέσα για κανένα μισάωρο – όχι άσκοπα όμως – γιατί κάνω έρευνα αγοράς για μια camera GO PRO… Συνεχίζουμε την ποδηλατάδα μας στην παλιά πόλη και σαν σε ταξίδι στο παρελθόν, περνούν από μπροστά μας παλιά κτίρια, μνημεία, μοντέρνα καταστήματα και φυσικά αμέτρητα pubs. Η ώρα έχει πάει 12 και οι Άγγλοι παίρνουν το brunch τους, αυγά με τοστ και baked beans (φασόλια με κόκκινη σάλτσα)! Μας ανοίγει η όρεξη και έτσι όταν το έμπειρο μάτι του Γιώργου, εντοπίζει ένα μικρό καφέ πάνω στην Main street, με το αυτοκόλλητο Trip Advisor Certificate of Excellence, σταματάμε επιτόπου. Έφαγα μια σπανακόπιτα που θα μου μείνει αξέχαστη… Τυχαία έτρωγε σπανάκι ο Ποπάυ ο Ναύτης?
“Οι μαιμούδες βρίσκονται στο πάρκο, ψηλά στην κορυφή του βράχου. Προσπαθούμε, βλέπετε, να τις περιορίσουμε εκεί γιατί κάνουν ζημιές. Ανεβήκατε στον Βράχο? Πρέπει να πάτε. Εκεί θα δείτε το πάρκο και το μουσείο. Μπορείτε να ανεβήτε με το τελεφερίκ”, απαντάει εκείνος με εμφανή αγάπη και καμάρι για τον τόπο του. Σκύβει κοντά και συμπληρώνει σχεδόν συνομωτικά: “Πιθανότατα, θα βρήτε μαιμούδες και εδώ από πίσω”. Μας δείχνει το κτίριο απέναντι.
Ακολουθούμε τις οδηγίες του, περνάμε μια αρχαία πύλη και να’τες! Μια οικογένεια μαιμούδων τριγυρνά ελεύθερα, πάνω στη σκαλωσιά που περιβάλει το κτίριο: τα μικρά, χαριτωμένα μαιμουδάκια κάνουν ακροβατικά πάνω στα κλαδιά και τα κάγκελα. Σκαρφαλώνω στην σκαλωσιά για να τα φωτογραφίσω και δεν τρομάζουν καθόλου. Οι μαμάδες μαιμούδες είναι απλώς σε χαλαρή επίβλεψη!! Κάτι σαν παιδική χαρά.
Συνεχίζουμε, ανεβαίνουμε μια εξουθενωτική ανηφόρα, μπαίνουμε βαθιά στο βράχο μέσα από ένα μακρύ τούνελ και βγαίνουμε ανατολικά. Ενώ η δυτική πλευρά του βράχου είναι κατάφυτη, με διάσπαρτα κτίσματα, φυλάκια & μνημεία, στην ανατολική του πλευρά, ο μεγαλειώδης, πανύψηλος βράχος, είναι εντελώς κάθετος και γυμνός, ένα θέαμα μοναδικό. Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται πως το ποδήλατο, με την χαμηλή του ταχύτητα και την ευελιξία του, είναι ο καλύτερος τρόπος για να δούμε έναν τόπο.
Είμαστε ξεθεωμένοι, εγώ δηλαδή, αλλά τον καπετάνιο μου δεν τον σταματά τίποτα. “Πάμε μια βόλτα από την La Linea?” λέει, μόλις ξαναπερνάμε τα σύνορα, ξαναμπαίνοντας στην Ισπανική αυτή πόλη, αυτή τη φορά χωρίς καν να δείξουμε τα διαβατήριά μας. Οι αποστάσεις με το ποδήλατο εκμηδενίζονται και εγώ ακολουθώ τυφλά τον Γιώργο, που πρέπει να έχει ενσωματωμένο GPS στον εγκέφαλο.
Βγαίνουμε σε μια χαριτωμένη μικρή πλατεία, το “Ιστορικό Κέντρο, όπως μας ενημερώνει μια πινακίδα. Στη μια πλευρά είναι στημένη μια σκηνή και κάποιοι τοποθετούν την ηχητική εγκατάσταση, ενώ πάγκοι στήνονται γύρω γύρω. Ρωτάμε: η γιορτή θα αρχίσει το σούρουπο, μας απαντούν. Πιο κάτω βρίσκουμε ένα αργεντίνικο εστιατόριο γεμάτο κόσμο. Εντυπωσιακά πιάτα με κρέατα και δίσκοι φορτωμένοι με μπύρες πηγαινοέρχονται πυρετωδώς. Συνειδητοποιούμε πως πεινάμε σαν λύκοι και καθόμαστε παραδίπλα σε ένα κεμπαπτζίδικο, όπου ο καλός μου τρώει κεμπάπ που το λατρεύει και εγώ φαλάφελ που το λατρεύω. Αυτά είναι!
Γυρνάμε στο Φιλίζι κουρασμένοι και ευχαριστημένοι, έχοντας γράψει τουλάχιστον 20 ποδηλατικά χιλιόμετρα στο κοντέρ μας. Μόλις μας βλέπει η Περκάν – όπως πάντα- κάνει τόσες χαρές, λές και λείπαμε χρόνια, με την ουρά να χτυπιέται πάνω κάτω και ολόκληρη να χοροπηδάει πάνω μας, ίδια με puppy. Αφού χαιδευόμαστε για αρκετή ώρα και λέμε γλυκόλογα πολλά, πιάνει το αγαπημένο της κόκκαλο και το μασουλάει 2-3 λεπτά – σημάδι μεγάλης χαράς. Σε λίγο, κάθεται στην στάση “καλό σκυλί”, δηλαδή στα 2 πίσω πόδια και μας κοιτά εναλλάξ στα μάτια.
0 Comments