Όλα ξεκίνησαν μια μέρα του Αυγούστου, μια μέρα που αποτυπώθηκε στην μνήμη μου βαθιά. Το μελτέμι φυσούσε δυνατά, η θάλασσα έλαμπε ασημένια κάτω από το δυνατό φως του ήλιου, κι εμείς με την Chiquitita– ένα Φινλανδικό Olson μόλις 29 πόδια – φτάσαμε κουρασμένοι και ανεμοδαρμένοι στο λιμάνι του Αδάμαντα, στη Μήλο. Ήμουν 19 χρονών και αυτό ήταν το πιο μακρινό μου ταξίδι με ιστιοπλοικό ως τότε.
Πλησιάζαμε στον τσιμεντένιο ντόκο, θυμάμαι, όπου ήταν δεμένες μερικές ψαρόβαρκες, ένα μικρό μότοργιωτ και ένα ιστιοπλοϊκό με γαλλική σημαία, στο δικό μας μέγεθος περίπου. Όρθια πάνω στην κουβέρτα του, μια γυναίκα με κοντοκουρεμένα άσπρα μαλλιά παρακολουθούσε το φουντάρισμά μας και μόλις μας είδε να κάνουμε ανάποδα, πήδηξε έξω στην προβλήτα και μας βοήθησε να δέσουμε. Με έμπειρες κινήσεις πέρασε την πριμάτσα γύρω από την μπίντα και μου την ξαναπέταξε πίςω να την δέσω μπεντένι. Ηταν όμορφη, μικροκαμωμένη, με βαθύ γαλανό βλέμμα και γλυκό χαμόγελο. Την ευχαρίστησα:
-“Merci beaucoup” και εκείνη απάντησε:
-“Avec plaisir cherie! D‘ou venez vous?
Έμεινα αμίλητη. “Χαμένα τα χρόνια μου στο Ινστιτούτο και τα ιδιαίτερα”, μουρμούρησα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και της απάντησα στην γλώσσα της.
– “Ερχόμαστε από την Σέριφο, από το Βαθύ. Συγνώμη, δεν μιλάω γαλλικά, δηλαδή δεν έχω μιλήσει παρά μόνο στο σχολείο” συμπλήρωσα.
– “Από ότι ακούω μιλάς καλά. Με λένε Sandrine” είπε και μου έτεινε το χέρι.
-“Είμαστε σχεδόν συνονόματες. Το όνομά μου είναι Sandri. Karina Sandri” της είπα και έσφιξα το χέρι της εγκάρδια.
– “Ε λοιπόν, Karina Sandri, σε προσκαλώ να μας έρθεις στο σκάφος μας το “Voyage”, να πιούμε ένα τσάι, να κουβεντιάσουμε και να κάνεις εξάσκηση στην γλώσσα. Κάποτε, πριν πάρω σύνταξη δηλαδή, ήμουν καθηγήτρια. Μου έχει λείψει!”
Αποδέχθηκα την πρόσκληση με μεγάλη χαρά και πήγα να την συναντήσω την επόμενη μέρα. Ανεβαίνοντας στο ιστιοπλοικό τους ξαφνιάστηκα, δεν ήξερα ακριβώς γιατί, αλλά μου φάνηκε πως ήταν ένα σκάφος κάπως αλλιώτικο. Κοίταζα γύρω καλά καλά. Κάτω από το spray hood ήταν μια γλαστρούλα με έναν πολύ περιποιημένο βασιλικό. Δίπλα, πάνω σ’ένα μαξιλάρι κοιμόταν ένας τεράστιος γάτος. Μπήκαμε μέσα στο τακτικό και νοικοκυρεμένο σκαφάκι τους, καμμιά σχέση με το δικό μας όπου συνήθως επικρατούσε χάος. Σε κάθε γωνιά υπήρχαν βιβλία.
“Asseyez-vous “ είπε η Sandrine και εγώ βολεύτηκα στον καναπέ παρακολουθώντας την να ετοίμαζει το τσάι. Το λεπτεπίλεπτο της σώμα είχε μια νεανική ευκινησία κάτι που ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με τις βαθιές ρυτίδες του ηλιοκαμένου προσώπου της. Αναρρωτήθηκα πόσων χρονών ήταν μα δεν τόλμησα να την ρωτήσω. Το κασετόφωνο έπαιζε θεσπέσια κλασική μουσική.
-“Νιώθω σαν να μπήκα στο σπίτι σας” της είπα. Εκείνη σέρβιρε τσάι σε ένα φλιτζάνι και μου το έδωσε..
-“Μais naturellement! – φυσικά”, είπε χαμογελώντας. “Το Voyage είναι σπίτι για μας εδώ και είκοσι ολόκληρα χρόνια”. Πρέπει να είχα εντελώς απορημένο ύφος γιατί με κοιταζε με ένα χαμόγελο πλατύ σαν να διασκέδαζε με την φάτσα μου
-“Μα… δηλαδή… και πού ζείτε? Πώς…” ρώτησα.
Εκείνη δεν απάντησε μόνο πήρε ένα χοντρό, δερματόδετο βιβλίο από ένα ράφι και έκατσε δίπλα μου. Άρχισε να φυλλομετρά προσεκτικά τις σελίδες δείχνοντάς μου φωτογραφίες- κάποιες έμοιαζαν πολύ παλιές – από εξωτικούς τόπους, παράξενες φυλές ανθρώπων και μέρη μακρινά. Η καταπληκτική αυτή γυναίκα και ο άνδρας της, είχαν κάνει τον γύρο του κόσμου με το μικρό αυτό ιστιοπλοικό, είχαν διασχίσει όλους τους Ωκεανούς της Γης, είχαν ζήσει για χρόνια στα νησιά της Καραϊβικής, στη Νότιο Αμερική, στα νησιά του Ειρηνικού, τη Νέα Ζηλανδία και είχαν πρόσφατα επιστρέψει στην Μεσόγειο διασχίζοντας την Ερυθρά Θάλασσα.
Άκουγα τις διηγήσεις της συνεπαρμένη. Στα εφηβικά μου μάτια η ιστορία της Sandrine έμοιαζε με αληθινό παραμύθι, μια πραγματικά φανταστική περιπέτεια και εκείνη ήταν η πιο καταπληκτική και γενναία γυναίκα που είχα γνωρίσει ποτέ στην ζωή μου.
«H ευτυχία για μένα έχει γεύση αλμυρή», σκεφτόμουν όταν έφυγα από το Voyage. «Ένας άνδρας, μια γυναίκα και η θάλασσα να ταξιδεύουν τους ωκεανούς, να ζουν και να κολυμπούν σε μέρη σαν αυτά που βλέπουμε στα ντοκυμαντέρ του Κουστώ. Η θάλασσα δεν με φοβίζει, ούτε το άγνωστο, ούτε ο άνεμος. Το πιο άγριο θεριό του πλανήτη είναι ο άνθρωπος.”
Τα ταξίδια με την Chiquitita διήρκεσαν μια πενταετία ώσπου η παρέα εκείνη σκόρπισε, όμως η θάλασσα είχε μπεί μέσα στο αίμα μου για τα καλά και τα μακρινά αγγυροβόλια της άγονης γραμμής ήταν πάντα οι πιο αγαπημένοι μου προορισμοί.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Στις δύσκολες και τις πιο σκοτεινές στιγμές μου, το όνειρο του περίπλου της γης με ιστιοπλοικό ήταν η φωτεινή μου απόδραση.
Πιστεύω οτι κάθε άνθρωπος, κάποια στιγμή στην ζωή του, θα συναντήσει τον συνταξιδιώτη του. Άν δεν αντιληφθεί ποιος είναι, θα τον αφήσει να προσπεράσει. Ο δικός μου καπετάνιος ήρθε όταν πια δεν περίμενα κανέναν. Τα πανιά του δεν τα είδα αμέσως, μα ευτυχώς εκείνος έβλεπε πιο καθαρά.
Ζήσαμε μαζί στην Αθήνα την δεκαετία 2001-2011, μια δεκαετία γεμάτη σχέδια, ανατροπές και πολλή δουλειά. Το καλοκαίρι του 2004, βρεθήκαμε φιλοξενούμενοι σε ένα Swan 82 πόδια. ´Οταν είδα τον Γιώργο, να τιμονεύει με άνεση το μεγαλόπρεπο σκάφος, με μια φλόγα ενθουσιασμού στα μάτια του, συνειδητοποίησα την ιστιοπλοική του εμπειρία.
Πέρασε καιρός. Ήταν φθινόπωρο του 2005, βραδάκι, είχα γυρίσει από το γραφείο αργά ως συνήθως, φορτωμένη με κούραση, στρες και πεινώντας σαν λύκος. Έπιασα να φτιάξω μια μακαρονάδα και την ώρα που έτριβα την παρμεζάνα ο Γιώργο ήρθε κοντά μου. Έπιασε την πηρούνα, ανακάτεψε τα μακαρόνια που έβραζαν και με ρώτησε έτσι απλά:
«-Πώς θα σου φαινόταν η ιδέα να αγόρασω ένα ιστιοπλοικό; Πήγα χτες σε μια έκθεση σκαφών και…»
Μα τί γλυκειά μουσική άκουγαν τα αυτιά μου; Ο τρίφτης έγινε κιθάρα και το τυρί η πένα της . Άρχισα να χοροπηδώ και τον πήρα αγκαλιά!
-«Είναι η πιο υπέροχη ιδέα που είχες ποτέ, μετά από το να με φλερτάρεις!»
Λίγο αργότερα, στις 6 Ιανουαρίου του 2006, ημέρα των Φώτων, ξεκινήσαμε με τα ποδήλατα από το σπίτι μας στην Βούλα και φτάσαμε στην μαρίνα του Αλίμου. Εκεί στην προβλήτα 9 με τα ιδιωτικά σκάφη είδαμε ένα ιστιοπλοικό με επιγραφή ΠΩΛΕΙΤΑΙ .
-“Κοίτα πόσο μεγάλα παράθυρα έχει! Μοιάζει με καραβάκι” λέει ο καλός μου, κατεβαίνει από το ποδήλατο και σημειώνει το τηλέφωνο. Το σκάφος ήταν ένα sloop, Jeanneau 43DS.
Θυμάμαι λίγες μέρες αργότερα, όταν η τότε ιδιοκτήτρια άνοιξε για να μας το δειξει, κάναμε πραγματικά μεγάλη προσπάθεια να συγκρατήσουμε τον ενθουσιασμό και την συγκίνησή μας: ήταν ένας έρωτας κεραυνοβόλος! Ένα μήνα αργότερα τα συμβόλαιο υπογράφεται και το σκάφος είναι δικό μας.
-” Πρέπει να σκεφτούμε όνομα να το βαφτισουμε ” λέει ο Γιώργος μια μέρα. Γύρισα και τον κοίταξα πληγωμένη
– “Δηλαδή δεν θα του δώσεις το όνομά μου?” ρώτησα με φωνή γεμάτη παράπονο αφού ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του είχε δώσει το όνομα της γυναίκας του.
-” Πώς να του δώσω το όνομά σου, βρε μωρό μου, πώς, τέτοιο όνομα που έχεις? Θα είναι το ίδιο σαν να το ονομάσουμε … Τιμόνι. Ή …Αλμπουρο. Ξέχασέ το, δεν γίνεται!”
Τον κοιτάζω με βλέμμα όλο παράπονο
– “Κατάλαβα”μουρμουρίζω . Εκείνος συνεχίζει:
-“ Έχω σκεφτεί ένα όνομα όμως: Φιλίζι! Πώς σου φαίνεται?”
Μου φάνηκε υπέροχο και δεν μπόρεσα να μην το πω. Η αγαπημένη νησίδα απέναντι από την Σάντα Μαρία στην Πάρο ήταν ο τόπος που είχαμε ονομάσει μεταξύ μας Παράδεισο. Φιλίζι λοιπόν.
Κατασκευασμένο το 2001 το Φιλίζι φτιάχτηκε κατά παραγγελία του πρώτου του ιδιοκτήτη- ο οποίος για προσωπικούς του λόγους το ταξίδεψε ελάχιστα- και είναι πραγματικά ολοκαίνουργιο. Έχει τρεις καμπίνες, δυο μπάνια και υπέροχα, παράθυρα τόσο μεγάλα ώστε όταν βρισκόμαστε μέσα στο σαλόνι του βλέπουμε την θάλασσα έξω
Μετά από μια σύντομη επίσκεψη στο καρνάγιο του Καλαμακίου το σκάφος είναι έτοιμο και απ´ το τέλος Μαρτίου αρχίζουμε ταξιδια κάθε σαββατοκύριακο!
Ηταν Ιούλιος του 2006 θυμάμαι, ένα ζεστό απομεσήμερο Κυριακής, είμαστε αραγμένοι στην μαγευτική Κιάφα στο Αγκίστρι, και σε μια ώρα το πολύ πρέπει να αποπλεύσουμε για Καλαμάκι.
Για να ξορκίσουμε την μελαγχολία της Κυριακής, του γυρισμού στην πόλη, και στην δουλειά, πιάσαμε κουβέντα για μεγάλα ταξίδια. Τότε διηγήθηκα στον Γιώργο την ιστορια της Sandrine και του πρωτομίλησα για το νεανικό μου όνειρο να κάνω τον γύρο του κόσμου με ιστιοπλοικό
-“Και το δικό μου όνειρο είναι να ζω σε σκάφος και να ταξιδεύω” απάντησε εκείνος
Κοιταχτήκαμε μαγεμένοι. Συμβαίνουν στην αληθινή ζωή τέτοιες συμπτώσεις? Εκείνη την στιγμή μας φάνηκε σχεδόν φυσικό. Δυο άνθρωποι που ταιριάζουν τόσο πολύ όπως εμείς, γιατί να μην έχουν και παρόμοιες επιθυμίες?
Η ζωή μας τότε ήταν βέβαια πολύ πολύπλοκη για να φαίνεται εφικτή μια τέτοια …απόδραση, μα, όπως είπε κάποτε ένας ταξιδευτής, “όποιος περιμένει τις απόλυτα κατάλληλες συνθήκες για να κάνει τα μεγάλα ιστιοπλοικά ταξίδια που ονειρεύεται, το πιο πιθανό είναι να μην μπορέσει να τα κάνει ποτέ”
Έπρεπε λοιπόν να βρούμε τον τρόπο και την δύναμη να αποχωριστούμε την οικεία καθημερινότητά μας, το σπίτι, τη δουλειά, τους φίλους μας τον τρόπο ζωής μας. Τον Μάιο του 2011, αφήσαμε τις δουλειές μας, το σπίτι μας, βάλαμε τα υπάρχοντά μας σε κούτες, τα αποθηκεύσαμε και μετακομίσαμε στο Φιλίζι.
Ζήσαμε στο Αιγαίο, ταξιδεύοντας παντού, πλουτίζοντας την ιστιοπλοική μας εμπειρία. Στα χρόνια αυτά κατάλαβα απόλυτα την αξία και τη δύναμη του καπετάνιου μου και πως είμαστε μαζί μια ομάδα δεμένη. Το 2014 αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε από την Ελλάδα για να ταξιδέψουμε στους Ωκεανούς του πλανήτη μας.
0 Comments